Δευτέρα 30 Μαρτίου 2015

Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΟΧΥΡΩΝ (6-9 ΑΠΡΙΛΟΥ 1941)


Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΟΧΥΡΩΝ (6-9 ΑΠΡΙΛΟΥ 1941)


Του Ιωάννη Δ. Κακουδάκη
Αντιστρατήγου ε.α. Επίτιμου Α Υ/ΓΕΣ, τ. Διευθυντή της
Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού του ΓΕΣ και Προέδρου της Ελληνικής
Επιτροπής Στρατιωτικής Ιστορίας του ΓΕΕΘΑ

Εισαγωγή

H 6η Απριλίου του 1941 δεν είναι μόνο για την Ελλάδα μια κορυφαία ιστορική ημερομηνία, αλλά και για ολόκληρη την Ευρώπη, γιατί αντιμετώπισε σθεναρά στην ελληνοβουλγαρική μεθόριο, στην αποκαλούμενη «Γραμμή Μεταξά», τον γερμανικό χείμαρρο, που σχεδόν αμαχητί κατέκλυζε την Ευρώπη. Εκεί δόθηκε η περίφημη και γνωστή στην παγκόσμια στρατιωτική ιστορία η Μάχη των Οχυρών.
Λέγοντας Μάχη των Οχυρών, εννοούμε τον τετραήμερο εκείνο σκληρό, άνισο και επικό αγώνα 6-9 Απριλίου 1941, που έγινε στα Οχυρά Μακεδονίας –Θράκης, από τον ορεινό όγκο της Κερκίνης (Μπέλες) μέχρι το Νέστο ποταμό στη γραμμή των συνόρων, στη «Γραμμή Μεταξά» με την απόκρουση της γερμανικής επίθεσης από το βουλγαρικό έδαφος, κατά τον Β ́ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στη συνοριακή αυτή γραμμή, μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, υπήρχαν 21 Οχυρά, που αποτελούσαν την οχυρωμένη αμυντική θωράκιση της Ελλάδας και την άμεση απόκρουση οποιασδήποτε αιφνιδιαστικής επίθεσης από Βορρά.
Η στρατηγική, η τακτική σχεδίαση, η τεχνική εκτέλεση και η υλικοτεχνική πλευρά σχεδιάστηκαν στο σύνολό τους από Έλληνες αξιωματικούς του μηχανικού και με την τακτική υποστήριξη αξιωματικών του πεζικού και του πυροβολικού. Η σχεδίαση και υλοποίηση ήταν καθαρά έργο των Ελλήνων αξιωματικών του μηχανικού με τη βοήθεια αποκλειστικά ελληνικών κατασκευαστικών εταιρειών και την τεχνική υποστήριξη και συμβολή του ΕΜΠ. Η αμυντική αυτή γραμμή ήταν ανώτερη της γραμμής «Μαζινώ» και εφάμιλλη της γραμμής «Ζίγριφντ».
Σκοπός της οχύρωσης της τοποθεσίας αυτής ήταν να καλύψει αρχικά την επιστράτευση και τη στρατηγική συγκέντρωση και στη συνέχεια να αποτελέσει αμυντική τοποθεσία για οποιαδήποτε εχθρική ενέργεια από Βουλγαρία.

Συνοπτική Περιγραφή των Οχυρών

Τα 21 Παραμεθόρια αυτά Οχυρά κατασκευάστηκαν την περίοδο 1936-1940 και είναι: Ποποτλίβιτσα (Παπαδοπούλα),Ιστίμπεη (Οχυρό), Κελκαγιά (Σπανή Πέτρα), Αρπαλούκι ( Στήριγμα), Παλιουριώνες, Ρούπελ, Καρατάς, Κάλη, Περσέκ, Μπαμπαζώρα, Μαλιάγκα, Περιθώρι, Παρταλούσκα, Ντάσαβλη, Λίσσε, Πυραμοειδές, Καστίλλο, Άγιος Νικόλαος, Μπαρτίσεβα, Εχίνος και Νυμφαία. Τα ονόματα μέσα σε παρένθεση χρησιμοποιούνται σήμερα για ευνόητους λόγους.(ήταν με ξένες ονομασίες). Για την εξιστόρηση των γεγονότων θα Χρησιμοποιήσω τα αρχικά ονόματα των Οχυρών, που είναι περισσότερο γνωστά στο ευρύ κοινό.
Στον παρακάτω Πίνακα αναφέρονται τα Οχυρά και τα ονόματα των Διοικητών της 6ης Απριλίου 1941 και συνεκδοχικά νοούνται και όλοι οι υπ’ αυτούς υπηρετήσαντες γενναίοι αξιωματικοί και οπλίτες κατά την ομώνυμη Μάχη των Οχυρών.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΩΝ ΤΩΝ ΟΧΥΡΩΝ

1. ΠΟΠΟΤΛΙΒΙΤΣΑ, Λοχαγός Πεζικού, Φελούκας Γεώργιος
2. ΙΣΤΙΜΠΕΗ, Ταγματάρχης Πεζικού, Πικουλάκης Ξαννθός
3. ΚΕΛΚΑΓΙΑ, Λοχαγός Πεζικού, Ζακυνθινός Τηλέμαχος
4. ΑΡΠΑΛΟΥΚΙ, Ταγματάρχης Πεζικού, Καραθάνος Δημήτριος
5. ΠΑΛΙΟΥΡΙΩΝΕΣ, Ταγματάρχης Πεζικού, Χατζηγεωργίου Αλέξανδρος
6. ΡΟΥΠΕΛ, Ταγματάρχης Πεζικού, Δουράτσος Γεώργιος
7. ΚΑΡΑΤΑΣ, Ταγματάρχης Πεζικού, Κοντογιάννης Αστέριος
8. ΚΑΛΗΣ, Ταγματάρχης Πεζικού, Κωστόπουλος Κων/ντίνος
9. ΠΕΡΣΕΚ, Λοχαγός Πεζικού, Θύμης Σπύρος
10. ΜΠΑΜΠΑΖΩΡΑ, Ταγματάρχης Πεζικού, Κώτσης Αναστάσιος
11. ΜΑΛΙΑΓΚΑ, Λοχαγός Πεζικού, Θεοδωρόπουλος Ευστάθιος
12. ΠΕΡΙΘΩΡΙ, Λοχαγός Πεζικού, Δαράτος Σπυρίδων
13. ΠΑΡΤΑΛΟΥΣΚΑ, Λοχαγός Πεζικού, Δρακουλαράκος Σταύρος
14. ΝΤΑΣΑΒΛΗ, Υπολοχαγός Πεζικού, Κόνιαρης Ιωάννης
15. ΛΙΣΣΕ, Ταγματάρχης Πεζικού, Δετοράκης Γεώργιος
16. ΠΥΡΑΜΟΕΙΔΕΣ, Λοχαγός Πεζικού, Ρογκάκος Παναγιώτης
17. ΚΑΣΤΙΛΟ, Λοχαγός Πεζικού, Θεοδωράκης Γεώργιος
18. ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΣ, Ταγματάρχης Πεζικού, Καλιώρης Γεώργιος
19. ΜΠΑΡΤΙΣΕΒΑ, Λοχαγός Πεζικού, Δημίδης Παναγιώτης
20. ΕΧΙΝΟΥ, Ταγματάρχης Πεζικού, Δρακούσης Χρήστος
21. ΝΥΜΦΑΙΑΣ, Ταγματάρχης Πεζικού, Αναγνωστός Αλέξανδρός, Ιωάννης Δ. Κακουδάκης

Το κάθε οχυρό στο σύνολό του αποτελούσε ένα περίκλειστο έργο από ένα και περισσότερα στεγανά συγκροτήματα με έναν ή περισσότερους ορόφους, ικανό να αμυνθεί προς κάθε κατεύθυνση. Περιλάμβανε ανθεκτικά σκέπαστρα, πυροβολεία, πολυβολεία, ολμοβολεία, βομβιδοβολεία, παρατηρητήρια, οπτικούς σταθμούς, έργα παραλλαγής και παραπλάνησης, πολλαπλές εισόδους και εξόδους για τον ανεφοδιασμό και την εκτέλεση αντεπιθέσεων. Οι υπόγειες εγκαταστάσεις κάθε οχυρού περιλάμβαναν διοικητήριο, θαλάμους αξιωματικών, θαλάμους οπλιτών, τηλεφωνικό κέντρο, αναρρωτήριο, μαγειρεία, δεξαμενές πόσιμου νερού, σημεία υδροληψίας, αποχωρητήρια, χώρους υγιεινής, αποθήκες πυρομαχικών, αποθήκες με επαρκή εφόδια για την κάλυψη αναγκών 15 ημερών άμυνας, χειρουργείο, φαρμακείο, συστήματα αερισμού, φωτισμού (γεννήτριες, λάμπες πετρελαίου, φακούς κ,ά.), αποχέτευση, εσωτερικές θέσεις μάχης αντιαρματικά κωλύματα, θέσεις αντιαεροπορικών όπλων, οδικό δίκτυο, κ.ά.. Αξίζει να σημειώσουμε ότι τόσο η βουλγαρική, όσο και η γερμανική υπηρεσία πληροφοριών δεν είχαν πληροφορίες για τις ακριβείς θέσεις, τη δύναμη και τον οπλισμό των οχυρών, παρόλο που ορισμένα οχυρά( Ποποτλίβιτσα, Ιστίμπεη, Κελκαγιά κ.ά.) απείχαν μόνο 200- 250 μέτρα από τα σύνορα.

Την υλοποίηση του μεγαλόπνοου αυτού έργου είχε η Διοίκηση Φρουρίου Θεσσαλονίκης με διαταγές και τεχνικές οδηγίες του ΓΕΣ. Για το σκοπό αυτόν είχε συγκροτηθεί ειδική επιτροπή αξιωματικών με συμμετοχή τοπογράφων, πολιτικών μηχανικών, αρχιτεκτόνων, γεωγράφων, γεωλόγων και καθηγητών του ΕΜΠ ( Π. Παρασκευόπουλος, Α. Ρουσόπουλος κ.ά.). Ιδιαίτερη βαρύτητα είχε δοθεί στον απόρρητο χαρακτήρα των κατασκευών και στην απόλυτη μυστικότητα των εργασιών. Το προσωπικό ήταν επιλεγμένο από την Αστυνομία και τον Στρατό. Ο κύριος οπλισμός των οχυρών ήταν: πυροβόλα των 75χιλ., αντιαεροπορικά των 20 και 37 χιλ,, όλμοι, πολυβόλα, οπλοπολυβόλα, βομβιδοβόλα, τυφέκια, χειροβομβίδες κλπ.

Όταν μετά την εισβολή, οι Γερμανοί και οι Βούλγαροι είδαν τα Οχυρά, έμειναν έκπληκτοι. Αλλά και σήμερα όσοι τα επισκέπτονται τα θαυμάζουν!



Κατασκευαστικά στοιχεία των Οχυρών

Εκσκαφές:
Διάνοιξη νέων οδών: 115 χλμ.
Επισκευή παλαιών οδών: 92 χλμ.
Εκσκαφές επιφανειακών έργων: 16.000 κ.μ.
Εκσκαφές υπόγειων έργων: 291.000 κ.μ.

Υπόγειες εργασίες
Σύνολο οπλισμένου σκυροδέματος 108.000 κ.μ.
Σύνολο σκυροδέματος μη οπλισμένου: 63.000 κ.μ.
Συνολικό μήκος εξωτερικών υδραγωγείων: 74 χλμ.
Συνολικό μήκος εσωτερικών υδραγωγείων: 14 χλμ.
Συνολικό μήκος τηλεφ/κών γραμμών εκτός οχυρών: 1.216 χλμ.
Συνολικό μήκος τηλεφ/κών γραμμών εντός των οχυρών: 70 χλμ.
Συνολικό μήκος ανάπτυξης συρματοπλέγματος: 90 χλμ.
Συνολική ποσότητα τσιμέντου: 66.000 τόνοι.
Συνολική ποσότητα σιδήρου οπλισμού σκυροδέματος: 12.000 τόνοι.
Συνολικό μήκος υπόγειων στοών: 24.000 μέτρα,
Συνολικό μήκος υπόγειων καταφυγίων - θαλάμων: 13.000 μέτρα,
Συνολικό μήκος σωλήνων ύδρευσης: 88.000 μέτρα,

Κόστος - χρόνος
Σύνολο δαπάνης και με τα έργα εκστρατείας 1,060(1059.800.600) δισ. δραχμών (ίσο με σημερινά περίπου 55,00 δις ευρώ ).
Σύνολο ημεροδουλίων (ημερομισθίων): 3.000.000 (2.856.554).
Διάρκεια κατασκευής: 3,5 χρόνια, (Νοέμβριος 1936 - Ιούλιος 1940).
ΠΙΝΑΚΑΣ
Εργασθέντων ημερησίως κατά τις θερινές και χειμερινές περιόδους.

Έτος Θερινή Περίοδος Χειμερινή Περίοδος
1936 960 425
1937 3025 1180
1938 3630 550
1939 3395 1240
1940 2425 –

Κατά προσέγγιση, διατέθηκαν για τα έργα οχύρωσης των βουλγαρικών συνόρων (από Στρυμόνα μέχρι Αλεξανδρούπολη) 2.900.000 ημεροδούλια (ημερομίσθια) εργατοτεχνικού ιδιωτικού προσωπικού.


Περιληπτική Εξιστόρηση της Μάχης των Οχυρών

Στοά Πολυβολείου

Ο Ελληνικός Στρατός, με απαράμιλλο ηρωισμό, μάχεται σκληρά και νικηφόρα εναντίον των Ιταλών, από την 28η Οκτωβρίου 1940, στην Ήπειρο.
Ο Χίτλερ, από το Νοέμβριο του 1940 είχε αποφασίσει να επιτεθεί εναντίον της Ελλάδας. Στις 13 Δεκεμβρίου εξέδωσε την υπ’ αριθ. 20 απόρρητη διαταγή στην οποία αναφέρεται και η επίθεση εναντίον της Ελλάδας με το συνθηματικό όνομα «ΜΑΡΙΤΑ».
Στις 18 Δεκεμβρίου, ο Χίτλερ εξέδωσε τις κατευθύνσεις του για την επιχείρηση «Μπαρμπαρόσα», που αφορούσε την επίθεση εναντίον της Ρωσίας μετά την κατάληψη της Ελλάδας. Το Μάρτιο του 1941 η Βουλγαρία προσχώρησε στον Άξονα Γερμανίας Ιταλίας Ιαπωνίας με τη δελεαστική υπόσχεση ότι θα της παραχωρούνταν ολόκληρη η Ανατολική Μακεδονία και η Δυτική Θράκη. Στις 2 Μαρτίου 1941 η 12η Γερμανική Στρατιά άρχισε να εισέρχεται στο Βουλγαρικό έδαφος και στις 9 Μαρτίου οι εμπροσθοφυλακές των Μεραρχιών είχαν φθάσει στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Το σύνολο των γερμανικών δυνάμεων, που διατέθηκαν εναντίον της Ελλάδας, ήταν:
Το XVIII Ορεινό Σώμα Στρατού αποτελούμενο από τη 2α Τεθωρακισμένη Μεραρχία, τις 5 και 6 Ορεινές Μεραρχίες, το 125ο Ανεξάρτητο Ενισχυμένο Σύνταγμα Πεζικού, την 72η Μεραρχία Πεζικού και ανάλογες μονάδες Διοικητικής Μέριμνας, αναπτυγμένο από το Πετρίτσι μέχρι το Νευροκόπι.
Το XXX Σώμα Στρατού αποτελούμενο από τις 164η και 50η Μεραρχίες Πεζικού, αναπτυγμένο στις περιοχές Πεσμακλή και Κίρτζαλη. Την προκάλυψη όλου του γερμανικού μετώπου διατηρούσαν οι Βούλγαροι με τρεις μεραρχίες τους. Η πλήρης διάταξη φαίνεται στο Σχεδιάγραμμα 2.
Στη 12η Γερμανική Στρατιά από πλευράς Αεροπορίας διατέθηκε το VIII Σώμα Αεροπορίας με 650 αεροσκάφη (βομβαρδιστικά, κάθετης εφόρμησης (Στούκας), δίωξης, αναγνώρισης κλπ.).Ο συνολικός αριθμός των γερμαικών αεροσκαφών πρώτης γραμμής περνούσε τα 1.000.
Η αποστολή της Στρατιάς ήταν να διασπάσει τη «Γραμμή Μεταξά» με το XVIII Ορεινό Σώμα Στρατού να διανοίξει τη στενωπό του Ρούπελ με ταυτόχρονη υπερκέραση της οχυρωμένης αυτής τοποθεσίας με τη 2η Τεθωρακισμένη Μεραρχία από τα δυτικά δια μέσου των κοιλάδων Στρούμνιτσα και Αξιού για να καταλάβει την Θεσσαλονίκη, να απομονώσει ολόκληρη την Ανατολική Μακεδονία και να συνεχίσει στο εσωτερικό της Χώρας.

Η Ελλάδα παρέταξε 4 Μεραρχίες (XVIII,XIV,VII,XIX ), από τις οποίες 2 ήταν από «περιμαζεύματα τέως συνοριακών τομέων» (κατά Καθενιώτη), 1 από υπερήλικες και 2 από απειροπόλεμους οπλίτες. Οι δυνάμεις αυτές αποτελούσαν το Τμήμα Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας (ΤΣΑΜ) με Διοικητή τον Αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Μπακόπουλο ( από 8-2-41). Η Ταξιαρχία του Νέστου με 5 τάγματα πεζικού, αναπτυγμένη δυτικά του ποταμού μέχρι και το Οχυρό Εχίνου. Στη Θράκη ,ήταν αναπτυγμένη η Ταξιαρχία του Έβρου με 7 λόχους προκάλυψης και το Οχυρό Νυμφαία με Διοικητή τον Έφεδρο Υποστράτηγο Ιωάννη Ζήση, και όταν η Ταξιαρχία( 100 αξιωματικοί και 2000 οπλίτες) πέρασε στο τουρκικό έδαφος (περί τους 1300 άνδρες), σύμφωνα με το σχέδιο σύμπτυξης, αφοπλίστηκε και ο στρατηγός, φέροντας βαρέως το γεγονός αυτό, αυτοκτόνησε στις 9 Απριλίου στα Ύψαλα της τουρκικής Θράκης.
ΟΧΥΡΟ ΡΟΥΠΕΛ

Η προβλεπόμενη εμπόλεμη δύναμη των 21 Οχυρών ήταν: 329 Αξιωματικοί και 9.740 Οπλίτες (συνολικά 10.069), ωστόσο, η τοποθετημένη δύναμη στις 6 Απριλίου 1941 ήταν 5.630 άνδρες, δηλαδή το 62% περίπου της εμπόλεμης δύναμης. Επομένως, αν στην αριθμητική υπεροχή των Γερμανών προστεθεί και ο υπερσύγχρονος εξοπλισμός τους, είναι εύκολο να διαπιστώσουμε την απόλυτη γερμανική υπεροχή.
Το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα( Συγκρότημα “W”) ήταν αναπτυγμένο στο Βέρμιο. Κανένας Βρετανός δεν ήταν στα Οχυρά, και άδικα έψαχναν, μετά τη συνθηκολόγηση οι Γερμανοί να τους εντοπίσουν.
Από τις 05:15 της 6ης Απριλίου, ημέρα Κυριακή, χωρίς να τηρηθούν, τουλάχιστον, τα συνήθη διπλωματικά έθιμα του τελεσιγράφου και της παροχής προθεσμίας για απάντηση, τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν ταυτόχρονα στο ελληνικό έδαφος και στη Νότια Γιουγκοσλαβία. (Επιχείρηση «ΜΑΡΙΤΑ»).
Η κύρια προσπάθεια των Γερμανών εκδηλώθηκε προς τα οχυρά της τοποθεσίας Μπέλες στη ζώνη της XVIII Mεραρχίας. Προηγήθηκε σφοδρός βομβαρδισμός εναντίον των Οχυρών Ιστίμπεη και Κελκαγιά που αποτελούσαν το « κλειδί» της τοποθεσίας και επεκτάθηκε και στα Οχυρά Ποποτλίβιτσα, Αρπαλούκι και Παλιουριώνες στην τοποθεσία του Μπέλες. Το Ιστίμπεη οι Γερμανοί το ονόμασαν «Το αγκίστρι του θανάτου»,και απέχει 200 μέτρα από τα σύνοραμε υψόμετρο 1347μ.
Στη ζώνη της XIV Μεραρχίας η γερμανική επίθεση εκδηλώθηκε επίσης στις 0515 με εξαιρετική σφοδρότητα εναντίον των Οχυρών Ρούπελ, Καρατάς και Κάλης. Η επίθεση άρχισε με πυρά πυροβολικού και αεροπορικό βομβαρδισμό με το 125ο Ανεξάρτητο Σύνταγμα,πολύ έμπειρο, γιατί είχε πολεμήσει και στη γραμμή Μαζινώ. Όλη την ημέρα 100-200 αεροσκάφη πετούσαν πάνω από το Ρούπελ και καταρρίφτηκαν τρία.
Στη ζώνη της VII Μεραρχία η Γερμανική επίθεση αρχικά απώθησε τα τμήματα προκάλυψης και ήλθε σε επαφή με τα Οχυρά Πυραμοειδές, Λίσσε και Περιθώρι, χωρίς να μπορέσουν να προωθηθούν από την ισχυρή αντίσταση των υπερασπιστών των Οχυρών.
Στη ζώνη της Ταξιαρχία Νέστου στην περιοχή της Ξάνθης οι Γερμανοί ανέτρεψαν τα συνοριακά φυλάκια και κατά τις απογευματινές ώρες έλαβαν την επαφή με το Οχυρό Εχίνου, όπου και καθηλώθηκαν από τα πυρά του Οχυρού.

Τέλος, στη ζώνη της Ταξιαρχίας Έβρου η επίθεση εκδηλώθηκε στις 05.05. Τα ελληνικά τμήματα συμπτύχθηκαν επιβραδύνοντας τον εχθρό και στις 1100 ώρα είχε περικυκλωθεί το Οχυρό Νυμφαία. Η γενναία αντίσταση των υπερασπιστών του Οχυρού με αμείωτη ένταση συνεχίστηκε μέχρι τις βραδινές ώρες.
Ενώ τα Οχυρά αμύνονται σθεναρά σόλη τη γραμμή του μετώπου, η κατάληψη του δυτικού τμήματος του Μπέλες και η διείσδυση γερμανικών τμημάτων στην κοιλάδα της Ροδόπολης δημιούργησε κίνδυνο για όλη την τοποθεσία του Μπέλες. Η κατάρρευση της Γιουγκοσλαβικής αντίστασης ευόδωσε την προέλαση και την είσοδο της 2ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας στο ελληνικό έδαφος. Ανατολικά του Στρυμόνα και μέχρι το Νέστο ποταμό η τοποθεσία παραμένει αρραγής και τα Οχυρά απόρθητα, με διαταγή να αμυνθούν «μέχρις εσχάτων».
Η φρουρά του Οχυρού Ιστίμπεη (200 μέτρα από τα βουλγαρικά σύνορα) εξαιτίας των αεροπορικών βομβαρδισμών, των πυρών πυροβολικού, των όλμων, των πολυβόλων, των αποπνικτικών αερίων και της φλεγόμενης βενζίνης που χρησιμοποιούσαν οι Γερμανοί υποχρεώθηκε να παραδοθεί στις 16.00 ώρα της 7ης Απριλίου.
Το Οχυρό Νυμφαία αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει στις 23.30 ώρας της 7 Απριλίου, εξαιτίας των αποπνικτικών καπνογόνων που οι Γερμανοί έριξαν μέσα στο Οχυρό.
Το Οχυρό Κελκαγιά εξαιτίας αερίων και καπνού αναγκάστηκε να παραδοθεί στις 11.30 της 7ης Απριλίου.
Το Οχυρό Αρπαλούκι τη νύχτα 7/8 Απριλίου αποχώρησε και μετά σκληρό αγώνα στις γέφυρες του Στρυμόνα παραδόθηκε στους Γερμανούς.
Τα γερμανικά επιτιθέμενα τμήματα παρέκαμψαν το Οχυρό Νυμφαίας κατά τη διάρκεια της νύχτας 6/7 Απριλίου και έφτασαν στην Κομοτηνή.

Ο σκληρός και επικός αγώνας των ηρωικών υπερασπιστών όλων των Οχυρών, που η αναλυτική εξιστόρηση εκφεύγει από το πλαίσιο της ενημέρωσης αυτής, δεν επέτρεψε στις γερμανικές δυνάμεις να διασπάσουν τη «Γραμμή Μεταξά», ούτε την τρίτη μέρα της επίθεσης. Όμως, η γρήγορη κατάρρευση της γιουγκοσλαβικής αντίστασης, από την πρώτη κιόλας ημέρα, ιδιαίτερα στην περιοχή της κοιλάδας του Αξιού ποταμού και η ανυπαρξία διαθέσιμων δυνάμεων, για την κάλυψη του αριστερού πλευρού της οχυρωμένης τοποθεσίας του Μπέλες, έδωσε την ευκαιρία και τη δυνατότητα στη 2η Γερμανική Τεθωρακισμένη Μεραρχία να εισβάλει στο ελληνικό έδαφος δια μέσου των κοιλάδων του Στρούμνιτσα και του Αξιού ποταμού.
Τα περισσότερα οχυρά, που παρέμεναν απόρθητα, αποχώρησαν ή παραδόθηκαν στις 10 Απριλίου, μετά την υπογραφή του σχετικού Πρωτοκόλλου (9 Απριλίου 1941) και κατόπιν διαταγής των προϊσταμένων τους.
Η παράδοση της Θεσσαλονίκης έγινε την 9η Απριλίου από επιτροπή αποτελούμενη από τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, τον Δήμαρχο και τον Αστυνομικό Διευθυντή της πόλης. Στις 1400 της 9ης Απριλίου υπογράφεται το πρωτόκολλο στο Γερμανικό Προξενείο Θεσσαλονίκης μεταξύ του Διοικητή του ΤΣΑΜ και του Διοικητή της 2ης Γερμανικής Τεθωρακισμένης Μεραρχίας. Παρά τις αλλεπάλληλες επιθέσεις των Γερμανών εναντίον του Οχυρού Παληουριώνες στο Μπέλες παρέμενε απόρθητο. Στις 17.00 Γερμανοί κήρυκες πληροφόρησαν τη φρουρά του Οχυρού για τη συνθηκολόγηση. Ύστερα από αυτό αποφασίστηκε να γίνει εκεχειρία κατά τη διάρκεια της νύχτας. Η παράδοση του Οχυρού έγινε στις 09.00 της 10ης Απριλίου. Παρατάχθηκε γερμανικό τάγμα για απόδοση τιμών, ενώ ο Γερμανός Συνταγματάρχης που παρέλαβε ο Οχυρό προσφώνησε τον Διοικητή και έδωσε συγχαρητήρια στους άνδρες του Οχυρού. Η γερμανική σημαία υψώθηκε στο Οχυρό μετά την αποχώρηση των υπερασπιστών του. Ανάλογες τιμητικές εκδηλώσεις έγιναν και στα Οχυρα Ρούπελ, Λίσσε, Πυραμοειδές, Περιθώρι, Μυμφαία, Ιστίμπεη και Κελκαγιά.

Απόδοση τιμών στους μαχητές των οχυρών από τους Γερμανούς

Οι γενναίοι μαχητές των Οχυρών κατόρθωσαν με επιτυχία να αποκρούσουν όλες σχεδόν τις κατά μέτωπο γερμανικές επιθέσεις και να αποχωρήσουν με εθνική αξιοπρέπεια και τιμητικές εκδηλώσεις, όταν οι προϊστάμενοί τούς διέταξαν. Αναδείχθηκαν, έτσι, εφάμιλλοι των συναδέλφων τους, τού Ελληνοϊταλικού μετώπου, προκαλώντας τον θαυμασμό εχθρών και φίλων. Στα Οχυρά η υπεροψία του δυνατού κάμφθηκε από τη δύναμη του δικαίου και της πίστης και προστέθηκε το δεύτερο μεγάλο ΟΧΙ κατά τον Β΄ΠΠ, στην τρισένδοξη ιστορία μας. Και το τρίτο ΟΧΙ θα ακολουθήσει στη Μάχη της Κρήτης (20-29 Μαΐου 1941). Αγωνίστηκαν γενναία με άφθαστο ηρωισμό και πρωτοφανή αυτοθυσία εναντίον ενός πολυπληθέστερου εχθρού με συντριπτική υπεροχή πυρός και μέσων. Ο ίδιος ο Χίτλερ σε λόγο του στις 4 Μαΐου είπε: «…Ο Έλληνας στρατιώτης ιδιαίτερα ,από όλους τους αντιπάλους, πολέμησε με ύψιστο ηρωισμό και αυτοθυσία. Συνθηκολόγησε μόνο όταν η εξακολούθηση της αντίστασης δεν ήταν πλέον δυνατή και δε είχε κανένα λόγο».Παρόλη τη μικρή διάρκεια ο αγώνας αυτός του Ελληνικού Στρατού μπορεί να χαρακτηριστεί ως παράδειγμα θάρρους και αυτοθυσίας και ως μια από τις λαμπρότερες σελίδες της στρατιωτικής μας ιστορίας. Δεν είναι εφικτή η εξιστόρηση των γεγονότων που έλαβαν χώρα στα Οχυρά της Γραμμής Μεταξάς από την πανίσχυρη πολεμική μηχανή της Γερμανίας με αεροσκάφη, άρματα, πυροβόλα, χημικά αέρια φγολοβόλα, και άλλα ειδικά πολεμικά μέσα για την κατάκτηση των Οχυρών. Ωστόσο οι υπερασπιστές των Οχυρών με πρωτοφανή ανδρεία, θάρρος και αυταπάρνηση, με αμείωτη ένταση αντιμετώπισαν τις αλλεπάλληλες επιθέσεις των Γερμανών επί τέσσερα ημερόνυχτα. Έκαναν το μέγιστο ανθρωπίνως δυνατό για την προάσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της Χώρας μας και μάλιστα, όταν τα κράτη της Ευρώπης σε πολλές περιπτώσεις παραδίνονταν αμαχητί.

Ενδεικτικά, για να εκτιμηθεί η συμβολή της Ελλάδας κατά τον Β΄ΠΠ, παραθέτω τη διάρκεια της αντίστασης των ευρωπαϊκών χωρών σε ημέρες:

  • ΕΛΛΑΣ 219
  • ΝΟΡΒΗΓΙΑ 61
  • ΓΑΛΛΙΑ 43
  • ΠΟΛΩΝΙΑ 30
  • ΒΕΛΓΙΟ 18
  • ΟΛΑΝΔΙΑ 4
  • ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑ 3
  • ΤΣΕΧΟΣΛΟΒΑΚΙΑ, ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ και ΔΑΝΙΑ, Αμαχητί.
Ο Λοχίας Πεζικού Ίντσιος Δημήτριος

Αξίζει να αναφέρουμε έναν μόνο ηρωισμό, αυτόν του Έφεδρου Λοχία Ίντσιου Δημητρίου από τα Άνω Πορόια του Μπέλες που ήταν επικεφαλής του πολυβολείου Π8 στην περιοχή Ρουπέσκο. Το προσωπικό του πολυβολείου ήταν ο Λοχίας και 4 στρατιώτες από τους οποίους οι 2 ήταν συγχωριανοί του (Ζιώγας Θ. και Κοσάρτζης Ι.) και διέθεταν 38.000 φυσίγγια, οι οποίοι βάλλουν από τις πρωινές ώρες της 6ης Απριλίου εναντίον των Γερμανιών που με ορμή επιτίθενται. Ο Λοχίας αποφασίζει να συνεχίσει τον αγώνα, αν και τα παράπλευρα πολυβολεία είχαν σταματήσει να πυροβολούν, και μάλιστα λέει στους στρατιώτες του να φύγουν, πράγμα που οι συγχωριανοί του αρνήθηκαν. Μάχεται ηρωικά προς τους επιτιθέμενους Γερμανούς ,για πέντε ώρες. Όμως, τα φυσίγγια εξαντλήθηκαν, δεν έχει καμιά επικοινωνία με τους προϊσταμένους του και αναγκάζονται να εξέλθουν από το πολυβολείο. Ο Γερμανός αξιωματικός σε άπταιστα ελληνικά κάνει νεύμα να τον πλησιάσει ο επικεφαλής. Ο Λοχίας άοπλος πλησιάζει και αναφέρει:
- Ιτσιος Δημήτριος, Λοχίας Πεζικού του ΙΙΙ/ 70 Τάγματος Πεζικού.
- Συγχαρητήρια Λοχία, του απαντά ο Γερμανός αξιωματικός και ακολούθησέ με.Τον οδηγεί στο ξέφωτο και του δείχνει τα πτώματα πλέον των 200 Γερμανών. (1 αξιωματικός και 232 στρατιώτες, σύμφωνα με γερμανική πηγή) και του λέει: Αυτό είναι έργο δικό σου.
- Έκανα το καθήκον μου, απαντά ο Λοχίας.
- Έκανες το καθήκον σου και τώρα είναι η σειρά μου να σε «εκτελέσω», για να κάνω και εγώ το δικό μου καθήκον. Βγάζει το πιστόλι και τον σκοτώνει!
Στο θρυλικό Π8 στην Ομορφοπλαγιά υπάρχει αναμνηστική στήλη, και στο χωριό Άνω Πορόια η προτομή του ηρωικού παλληκαριού.

Η Ευρώπη 1940-1941

Οι απώλειες των γερμανών κατά τη Μάχη των Οχυρών ήταν 2689 νεκροί και τραυματίες, αξιωματικοί και στρατιώτες, και 170 αγνοούμενοι, σύμφωνα με τις γερμανικές πηγές. Ο Διοικητής του 125ου Γερμανικού Συντάγματος που επιτέθηκε στο Οχυρό Ρούπελ – Κάλη - Καρατάς δακρύζοντας είπε: «Δεν θρηνώ ως στρατιώτης, διότι η θυσία ήταν επιβεβλημένη, αλλά κλαίω ως άνθρωπος, διότι από το Σύνταγμά μου απέμειναν μόνο λίγοι άνδρες».
Για την ηρωική και γενναία αντίσταση των Ελλήνων εναντίον των τεσσάρων χωρών που τις επιτέθηκαν (Ιταλία ,Αλβανία, Γερμανία και Βουλγαρία), έχουν γραφεί και ειπωθεί πολλά εγκωμιαστικά λόγια, Σταχυολογώ μόνο ελάχιστα, που δίνουν και τη συμβολή της Ελλάδας στον Β΄ΠΠ:
« Η Ελλάδα κράτησε τους Γερμανούς στην ηπειρωτική χώρα και στην Κρήτη για έξι εβδομάδες, ανέτρεψε τη χρονολογική σειρά όλων των σχεδίων των Γερμανών και ανέτρεψε την πορεία του πολέμου και νικήσαμε».(Sir Robert Antony Eden, Υπουργός Εξωτερικών της Μ. Βρετανίας στο Βρ. Κοινοβούλιο 24/ 9 1942.)
« Αν δεν ήταν η ανδρεία των Ελλήνων και το θάρρος των, η έκβαση του Β΄ ΠΠ θα ήταν ακαθόριστη». (Winston Churchill, 24/Απριλίου 1941 στο Βρετ. Κοινοβούλιο).
« Αν οι Ρώσοι κατόρθωσαν να προβάλουν αντίσταση στην είσοδο της Μόσχας για να σταματήσουν και να αποτρέψουν τον γερμανικό χείμαρρο, το οφείλουν στους Έλληνες, οι οποίοι καθυστέρησαν τις γερμανικές μεραρχίες την ώρα που θα μπορούσαν να μας κάνουν να γονατίσουμε». (Georgy Zhoukou, Σοβιετικός Στρατηγός , από τα απομνημονεύματα του).

Το Χρονικό της μάχης του οχυρού Ρούπελ (6 - 9 Απριλίου 1941)

Στις 6 Απριλίου 1941 τις 5:12 π.μ. γερμανικές, ιταλικές και ουγγρικές στρατιωτικές δυνάμεις επιτίθενται κατά της Γιουγκοσλαβίας, ενώ τρία λεπτά αργότερα αρχίζει η γερμανική επίθεση εναντίον της χώρας μας στο μέτωπο Ανατολικής Μακεδονίας (Γραμμή Μεταξά) και Θράκης, μετά την επίδοση τελεσιγράφου από τους Γερμανούς στον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κορυζή. Η οχυρωματική Γραμμή Μεταξά, με μήκος 170 χλμ., εκτεινόταν από τον ποταμό Νέστο ως το όρος Κερκίνη (Μπέλες) κοντά στα σύνορα με τη Γιουγκοσλαβία και την υπερασπιζόταν το Τμήμα Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας (ΤΣΑΜ), το οποίο αποτελούσαν οι 7η, 14η και 17η Μεραρχίες Πεζικού υπό τη διοίκηση του αντιστράτηγου Κωνσταντίνου Μπακόπουλου. Οι οχυρώσεις ήταν σχεδιασμένες να διαθέτουν φρουρά άνω των 200.000 στρατιωτών, όμως λόγω της έλλειψης προσωπικού το συνολικό μέγεθος της φρουράς που υπερασπιζόταν τα οχυρά ήταν περίπου 70.000 άντρες, έχοντας ως αποτέλεσμα την αραιή διάταξη των αμυντικών γραμμών. Το Ρούπελ, το Ρονπέλιον των Βυζαντινών, είναι το μεγαλύτερο οχυρό της “Γραμμής Μεταξά” και ελέγχει την ομώνυμη στενωπό, που σχηματίζεται από τον ρου του Στρυμόνα, ανάμεσα στα βουνά Κερκίνη (Μπέλες) και 'Αγγιστρο. Το υπεράσπιζαν 27 αξιωματικοί και 950 στρατιώτες με επικεφαλής τον Ταγματάρχη Δουράτσο, παρότι προβλεπόταν δύναμη 44 αξιωματικών και 1353 οπλιτών.

6 Απριλίου Ρούπελ. Η γερμανική επίθεση εκδηλώθηκε στις 05.15 της 6ης Απριλίου. Για τον κανονισμό των βολών πυροβολικού είχε μεταφερθεί στα βόρεια του Στρυμόνα ένα δέσμιο στη γη αερόστατο, η παρουσία του ήταν προκλητική καθώς η ελληνικές δυνάμεις στερούσαν από αεροπορική κάλυψη. Ελάχιστα λεπτά αργότερα άρχισαν οι επιθέσεις από αεροσκάφη στούκας, στόχος τους εκτός από το οχυρό ήταν και το Κέντρο Αντίστασης Καπίνας.
Στα ανατολικά του αριστερού υποτομέα του Συγκροτήματος Σιδηροκάστρου έδρασαν τα γερμανικά τάγματα ΙΙ/125 & ΙΙΙ/125, όπου σύμφωνα με το σχέδιο της επίθεσης έπρεπε πρώτα να καταλάβουν το ύψωμα 350 στο διάκενο των οχυρών Ρούπελ-Καρατάς. Για να μην καταληφθεί το ύψωμα πολέμησαν, η διμοιρία του φυλακίου Κούλας, και του 3ου λόχου προκάλυψης. Εκμεταλλευόμενοι τις πτυχώσεις του εδάφους, οι Γερμανοί έφθασαν σε απόσταση 200 μ. από τα έργα του οχυρού Ρούπελ. Οι υπερασπιστές του οχυρού μαζί με την βοήθεια του Καρατάς και του πυροβολικού κατάφεραν να αποκρούσουν και της τρεις επιθέσεις του τάγματος. Οι Γερμανοί του ΙΙ/125 τάγματος υποβλήθηκαν σε παρόμοιες δοκιμασίες, αλλά ήταν ο μόνος πραγματικός κίνδυνος για τις ελληνικές δυνάμεις καθ'Α όλη την διάρκεια του αγώνα. Από τους 100 άντρες πέρασαν οι 60 με μια ομάδα βαρέων πολυβόλων και μια ομάδα διαβιβαστών. Οι υπόλοιποι λόχοι του τάγματος γνώρισαν την καταστροφή. Ο 5ος λόχος σχεδόν διαλύθηκε. Ο 8ος λόχος κατάφερε να περάσει τα ξημερώματα της 7ης Απρίλη και να ενωθεί με τα υπόλοιπα τμήματα, το μεσημέρι , με πολύ μεγάλες απώλειες.

7 Απριλίου. Την αυγή του 7ης Απριλίου συγκροτήθηκαν τρεις περίπολοι του Ρούπελ με αποστολή την εκκαθάριση της περιοχής από τους εχθρούς και την αποκατάσταση της τηλεφωνικής επικοινωνίας. Αποτέλεσμα αυτής της περιπολίας ήταν η σύλληψη 14 αιχμαλώτων με τρεις συσκευές ασυρμάτου και δύο όλμους. Οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί, ήταν σφοδροί, με τα στούκας να χρησιμοποιούν βόμβες 500 κιλών. Η υποχώρηση των Γερμανών και οι μικρές απόλυες των Ελλήνων υπερασπιστών ανύψωσαν το ηθικό των Ελλήνων , που υποδεχόντουσαν την « κόλαση» με ζητωκραυγές.
Η παρουσία των Γερμανών στα νότια του οχυρού Ρούπελ σήμανε συναγερμό σ τις ελληνικές δυνάμεις. Η διμοιρία αρμάτων που θα ενεργούσε με το απόσπασμα του Παπαχατζή δεν χρησιμοποιήθηκε λόγω εδαφικών δυσχερειών. Εναντίων των Γερμανών που είχαν καταλάβει το παρατηρητήριο της 7ης πυροβολαρχίας στο ύψωμα Τεπελάρ κινήθηκαν δύο διμοιρίες του 3ου λόχου υπό των Νιάνου και Παπαχατζή υπό τον ανθυπολοχαγού Καρατζά. Μετά από ολοήμερη μάχη, οι ελληνικές δυνάμεις κατάφεραν να απωθήσουν τους Γερμανούς στο ύψωμα Γκολιαμά, ανάμεσα στο χωριό Κλειδί και το λόφο Λουτρών.

8 Απριλίου. Στις 6:00 το πρωί της 8ης Απριλίου το οχυρό Ρούπελ δέχτηκε νέο σφοδρό βομβαρδισμό από την αεροπορία και το πυροβολικό, που συνεχίστηκε όλη την ημέρα. Οι Γερμανοί του ΙΙΙ/125 τάγματος ετοιμάστηκαν για νέα επίθεση με τρεις ομάδες εδάφους και μία διμοιρία σκαπανέων. Για το σκοπό αυτό ενισχύθηκε με δύο διμοιρίες του 13ου και 14ου λόχου. Οι απώλειες του οχυρού την ημέρα αυτή ήταν ένας νεκρός και τέσσερις τραυματίες οπλίτες ενώ οι υλικές ήταν ελάχιστες. Σημαντικές, αντίθετα, ήταν οι απώλειες του εχθρού. Πιο σοβαρή ήταν η κατάσταση στα νότια του οχυρού αφού το ΙΙ/125 γερμανικό τάγμα ενισχύθηκε από την κάθοδο των γερμανών δυνάμεων της 5ης Ορεινής Μεραρχίας στα δυτικά του Στρυμόνα.
9 Απριλίου. Το οχυρό Ρούπελ υπέστη βομβαρδισμούς πυροβολικού και αεροπορίας και την ημέρα αυτή. Μέχρι το μεσημέρι οι βομβαρδισμοί ήταν μικρής έντασης αλλά από τις 14:00 μετατράπηκαν σε σφοδρούς. Στις 12:30, όμως, όταν επρόκειτο να εφορμήσουν τα τμήματα κρούσης, το ελληνικό πυροβολικό εξαπέλυσε στους χώρους εξόρμησης το φονικό πυρ και προκλήθηκαν πολλές και βαριές απόλυες στους Γερμανούς. Μετά από αυτό τα γερμανικά τμήματα άρχισαν να οπισθοχωρούν. Οι απώλειες του οχυρού ήταν πέντε νεκροί και έντεκα τραυματίες. Στις 17:00 προσήλθαν Γερμανοί κήρυκες για να γνωστοποιήσουν την συνθηκολόγηση του Τμήματος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας ( ΤΣΑΜ) ζητώντας την παράδοση του οχυρού.
Ο διοικητής του, Ταγματάρχης Γεώργιος Δουράτσος απάντησε ότι «τα οχυρά δεν παραδίδονται αλλά καταλαμβάνονται και ότι θα συνεχίσει τον αγώνα στερούμενος άλλων διαταγών». Ο κήρυκας διαβεβαίωσε στην στρατιωτική του τιμή ότι δεν επρόκειτο για απάτη και όρισε συνάντηση για την 6:00 της επόμενης 10/4. Το οχυρό επικοινώνησε με τη Μεραρχία όπου κοινοποίησε την συνθηκολόγηση. Η αντίδραση των ανδρών του οχυρού ήταν ότι ο αγώνας έπρεπε να συνεχιστεί.
Την επομένη μέρα, 10 Απριλίου 1941, έλαβε χώρα η παράδοση του οχυρού. Έξω από το οχυρό ήταν παραταγμένο γερμανικό τμήμα και απέδωσαν τιμές. Ο εντεταλμένος για την παραλαβή του οχυρού Γερμανός αξιωματικός συγχάρηκε τον διοικητή του, Ταγματάρχη Γεώργιο Δουράτσο, διαβεβαιώνοντας τα συγχαρητήρια και το θαυμασμό των ανωτέρων του. Τόνισε μάλιστα ότι για τους Γερμανούς αποτελούσε τιμή και υπερηφάνεια ότι είχαν ως αντίπαλο έναν τόσον ηρωικό στρατό. Οι απώλειες της φρουράς του οχυρού Ρούπελ ανήλθαν σε 44 νεκρούς και 152 τραυματίες.
«Ρόδα φυτέψτε αμάραντα ολόγυρα στο χώμα, Υμνώντας τους Αθάνατους ,που κείτονται από κάτω, Εκείνοι το αίμα έδωκαν ,Λεύτεροι Εμείς να ΖΟΥΜΕ» αναγράφει η τιμητική μαρμάρινη πλάκα φτάνοντας στην κορυφή του Ρούπελ, με τα απομεινάρια των γερμανικών κανονιών να βρίσκονται στους πρόποδες του δοξασμένου λόφου.

Το χρονικό της μάχης του Οχυρού Ιστίμπεη

Σύμφωνα με την Ιστοσελίδα του Γενικού Επιτελείου Στρατού, το Οχυρό ''Ιστίμπεη'' αποτελούσε τμήμα του συγκροτήματος των Οχυρών της Μακεδονίας. Η δύναμη του Οχυρού ήταν 10 Αξιωματικοί και 300 Οπλίτες. Ο διαθέσιμος οπλισμός ήταν 2 πυροβόλα , 1 αντιαρματικό , 1 αντιαεροπορικό , 2 όλμοι , 26 πολυβόλα, 9 οπλοπολυβόλα και 17 βομβιδοβόλα. Επιπλέον ο ατομικός οπλισμός των ανδρών. Το Οχυρό ''ΙΣΤΙΜΠΕΗ'' είχε 30 επιφανειακά έργα και 2.297 μ. υπογείων στοών, που αποτελούσαν ένα στεγανό σύνολο.
Στις 05.15 το πρωί της 6ης Απριλίου 1941, τα γερμανικά στρατεύματα που βρίσκονταν στη Βουλγαρία, χωρίς να τηρηθούν τα συνήθη διπλωματικά έθιμα του τελεσιγράφου και της παροχής προθεσμίας προς απάντηση, εισέβαλαν στο ελληνικό έδαφος. 'Αρχισε ο βομβαρδισμός του Οχυρού ''ΙΣΤΙΜΠΕΗ'' με πυροβολικό διαφόρων διαμετρημάτων, ενώ συγχρόνως πυροβόλα ευθυτενούς τροχιάς, ταγμένα επί της μεθορίου, σε αποστάσεις 250 έως 600 μέτρων από αυτή, έβαλαν εναντίον των φατνωμάτων των πολυβολείων.
Την 06:00 το πρωί, πολυάριθμα σμήνη αεροπλάνων καθέτου εφορμήσεως άρχισαν να σφυροκοπούν την επιφάνεια του Οχυρού, καταστρέφοντας το μοναδικό αντιαεροπορικό πολυβολείο, που μέχρι τη στιγμή εκείνη είχε καταρρίψει τέσσερα εχθρικά αεροπλάνα.
Μία ώρα μετά , αφού σταμάτησε ο βομβαρδισμός, ο εχθρός επιτέθηκε με πυκνά κύματα πεζικού. Διεξάγεται σκληρός αγώνας και ολόκληρα εχθρικά τμήματα αποδεκατίζονται. Περίπου στις 8.οο το πρωί, ο εχθρός κατορθώνει να θέσει πόδα επί της επιφανείας του Οχυρού. Προς ανακούφιση των αμυνομένων, διετάχθη το μεσημέρι αντεπίθεση, η οποία τελικά απέτυχε λόγω της τεράστιας υπεροχής του εχθρού σε πυροβολικό και αεροπορία. Κατά τις πρώτες νυκτερινές ώρες, οι Γερμανοί, εισέρχονται στο εσωτερικό του Οχυρού, αλλά μετά από αιματηρό αγώνα εκμηδενίζονται.
Το πρωί της 7ης Απριλίου, βρήκε το Οχυρό ''ΙΣΤΙΜΠΕΗ'' να συνεχίζει το σκληρό και επικό αγώνα του. Όλα τα επιφανειακά έργα του Οχυρού έχουν καταστραφεί. Επανειλημμένες απόπειρες των Γερμανών, για κάθοδο εντός των στοών, αποκρούονται με βαριές απώλειες.
Κατόπιν αυτού, οι Γερμανοί φράσσουν τα φατνώματα των πολυβολείων και των υπολοίπων έργων, διοχετεύουν αποπνικτικά αέρια και κατορθώνουν να δημιουργήσουν ανυπόφορη κατάσταση . Οι άνδρες δυσχεραίνονται να αναπνεύσουν και προ της απειλής του θανάτου από ασφυξία, ο Διοικητής του Οχυρού Ταγματάρχης Πικουλάκης Ξάνθος , στις 04.00 το μεσημέρι, διατάσσει την παράδοσή του.
Οι απώλειες κατά το διήμερο αγώνα των υπερασπιστών του Οχυρού, ανήλθαν σε 30 νεκρούς και 70 τραυματίες, ενώ των Γερμανών ήταν πολλαπλάσιες.

Η πτώση του οχυρού Ιστίμπεη σήμανε την προέλαση των Γερμανών στην κοιλάδα του Στρυμώνα. Οι Γερμανοί εισέρχονται στο Σιδηρόκαστρο και δίνεται διαταγή εγκατάλειψης της ελληνικής στρατιωτικής διοίκησης των Σερρών. Για τον ηρωισμό και τη γενναιότητα των υπερασπιστών του Οχυρού ''Ιστίμπεη'', εκφράσθηκαν με θαυμασμό οι Γερμανοί και δήλωσαν απερίφραστα, ότι εάν δεν διέθεταν συντριπτική υπεροχή σε αεροπλάνα, άρματα και αντιαρματικά πυροβόλα, η πτώση του Οχυρού θα ήταν αδύνατη.
Στις 10 Απριλίου 1941, στην πόλη των Σερρών, οι Γερμανοί τοιχοκολλούν προκήρυξη στα γερμανικά, βουλγαρικά και ελληνικά, με την οποία δηλώνουν ότι αγαπούν τους Έλληνες και τον πολιτισμό τους και δεν έρχονται ως εχθροί, αλλά ως ελευθερωτές της Ελλάδος από τους 'Αγγλους.
Ακόμα και μετά την παράδοση της Γραμμής Μεταξά από τον Αντιστράτηγο Μπακόπουλο, μεμονωμένα φρούρια συνέχισαν να μάχονται για μέρες και δεν κατελήφθησαν παρά μόνο όταν χρησιμοποιήθηκε βαρύ πυροβολικό εναντίον τους. Ουσιαστικά, όμως, η Γραμμή Μεταξά περισσότερο παραδόθηκε, λόγω της υπερφαλάγγισης και της κύκλωσής της από τους Γερμανούς, παρά κατέρρευσε.


Μάχη της Γραμμής Μεταξά


Το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας ΑΣΥΡΜΑΤΟΣ την 6η Απριλίου 1941
Όταν ξεκίνησε η εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα από τα βόρεια, οι γερμανικές δυνάμεις έπρεπε να περάσουν τη Γραμμή Μεταξά για να καταλάβουν τη Θεσσαλονίκη, τη μεγαλύτερη πόλη της Βόρειας Ελλάδας, με ένα στρατηγικό λιμάνι. Η επίθεση τους άρχισε στις 6 Απριλίου του 1941 με μία μονάδα πεζικού και δύο τμήματα του XVIII Ορεινού Σώματος Στρατού. Λόγω της ισχυρής αντίστασης που συνάντησαν από τους Έλληνες στρατιώτες που οχύρωναν τη γραμμή, την πρώτη ημέρα της επίθεσης παρουσιάστηκε μικρή πρόοδο στη διάσπασή της. Μια γερμανική έκθεση στο τέλος της πρώτης ημέρας περιέγραψε πώς η γερμανική 5η Ορεινή Μεραρχία "απωθήθηκε στο πέρασμα Ρούπελ παρά την ισχυρότερη υποστήριξη αέρα και υπέστη σημαντικές απώλειες". Από τα 21 οχυρά που αποτελούσαν τη Γραμμή Μεταξά, μόνο δύο είχαν πέσει και αυτά μόνο αφότου είχαν καταστραφεί. Τις επόμενες ημέρες , οι Γερμανοί σφυροκοπούσαν τα οχυρά με πυροβολικό και βομβαρδιστικά και ενίσχυσαν το 125ο Σύνταγμα πεζικού. Μια χιονισμένη ορεινή διάβαση ύψους 2.100 μέτρων θεωρήθηκε μη προσπελάσιμο για τις γερμανικές δυνάμεις από τους Έλληνες, αλλά η 6η Ορεινή Μεραρχία κατάφερε να τη περάσει με επιτυχία. Από εκεί έφτασαν στη σιδηροδρομική γραμμή που κατευθύνονταν στη Θεσσαλονίκη το βράδυ της 7ης Απριλίου
Η 5η Ορεινή Μεραρχία μαζί με το ενισχυμένο 125ο Σύνταγμα Πεζικού, διείσδυσαν κατά μήκος του ποταμού Στρυμόνα με μεγάλη δυσκολία, και επιτέθηκαν κατά μήκος των δύο όχθεων του ποταμού εξουδετερώνοντας τις ελληνικές οχυρώσεις μέχρι να φτάσουν στο τελικό στόχο τους στις 7 Απριλίου, αν και βαριές απώλειες τους ανάγκασαν να παραμείνουν στις θέσεις τους προσωρινά. Η γερμανική 72η Μεραρχία Πεζικού προχώρησε από το Νευροκόπι στα βουνά. Η προέλασή της καθυστέρησε από την έλλειψη υποζυγίων, μεσαίου πυροβολικού και ορεινού εξοπλισμού. Τελικά, το βράδυ της 9ης Απριλίου κατάφερε να φτάσει στην περιοχή βορειοανατολικά των Σερρών. Τα περισσότερα οχυρά - όπως Ρούπελ, Εχίνος, Αρπαλούκι, Παλιουριώνες, Περιθώρι - κράτησαν μέχρις ότου οι Γερμανοί κατέλαβαν την Θεσσαλονίκη στις 9 Απριλίου. Μετά την εξέλιξη αυτή, τα οχυρά παραδόθηκαν υπό τις διαταγές του Στρατηγού Κωνσταντίνου Μπακόπουλου. Παρ' όλα αυτά, μικρά απομονωμένα οχυρά συνέχισαν να πολεμούν για λίγες μέρες ακόμα και δεν παραδόθηκαν, μέχρις ότου οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν εναντίον τους βαρύ πυροβολικό. Αυτό έδωσε το χρόνο σε μερικά ελληνικά στρατεύματα που υποχωρούσαν να διαφύγουν από τη θάλασσα
Σύμφωνα με τον συγγραφέα Antony Beevor, ο Γερμανός Στρατηγός Wilhelm List, ο οποίος ηγήθηκε της επίθεσης εναντίον της Γραμμής Μεταξά, θαύμασε τη γενναιότητα και το θάρρος των Ελλήνων στρατιωτών. Ο ίδιος απέφυγε να αιχμαλωτίσει τους Έλληνες στρατιώτες και δήλωσε ότι ο στρατός ήταν ελεύθερος να φύγει με τις σημαίες τους, υπό την προϋπόθεση ότι θα παραδώσουν τα όπλα και τις προμήθειές τους. Διέταξε επίσης τους στρατιώτες και τους αξιωματικούς του να χαιρετίσουν τους Έλληνες στρατιώτες
Μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, οι Γερμανοί προέλασαν νότια, συναντόντας μικρή αντίσταση από τους Έλληνες. Ακολούθησε η συνθηκολόγηση του Γεωργίου Τσολάκογλου στις 20-23 Απριλίου και η παράδοση της χώρας ένα μήνα αργότερα

ΓΡΑΜΜΗ ΜΕΤΑΞΑ - ΟΧΥΡΟ ΕΧΙΝΟΣ

H ιστορία δεν τους έκανε ευρυτερα γνωστούς, γιατί η εποποιία τους χάθηκε ανάμεσα σε χιλιάδες άλλα περιστατικά του τελευταίου μεγάλου πολέμου της Ανθρωπότητας. Τον Απρίλιο του 1941 βορειανατολικά της Ξάνθης, στο χωριό Εχίνος, μια χούφτα Έλληνες Στρατιώτες από όλα τα μέρη της Ελλάδος(καθώς και Έλληνες Μουσουλμάνοι - Πομάκοι που υπηρετούσαν στον Ελληνικό Στρατό) κράτησαν καθηλωμένη για 3 ολόκληρες μέρες μια βαριά εξοπλισμένη Μεραρχία των Ναζί, γράφωντας την δικιά τους Ιστορία.

ΟΧΥΡΟ ΕΧΙΝΟΣ - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 1941

Η ώρα του μεγάλου χρέους ήρθε για τ' οχυρό τα ξημερώματα της 6ης Απριλίου του 1941. Οι μηχανοκίνητες φάλαγγες των Γερμανών θέλησαν να περάσουν και τ' οχυρό είπε το «ΟΧΙ» του. Έτσι άρχισε η μεγάλη μάχη και η μεγάλη θυσία που κράτησε τρείς μέρες. Εδώ γράφτηκε μια σελίδα της νεοελληνικής ιστορίας άφθαστης γενναιότητας και ηρωισμού. Από τη μία οι φάλαγγες με τους χιλιάδες άντρες, τα άρματα, το πυροβολικό, η αεροπορία, όλα τα μέσα. Από την άλλη οι τρείς εκατοντάδες τα παιδιά της Ελλάδας με τα πενιχρά τους μέσα. Παίρνω μια μικρή παράγραφο από την αφήγηση του Αγγέλου Τερζάκη στο βιβλίο του «Ελληνική Εποποιία» που αφορά την τρίτη ημέρα της μάχης: Το Εχίνος αγωνίζεται ως το αποσήμερο, η φρουρά του το υπερασπίζει βήμα το βήμα. Σαν από καράβι που βουλιάζει ακούγονται οι επικλήσεις του προχωρημένου συγκροτήματος Μ στο τηλέφωνο: "Εσίγησε το πολυβόλο Β24... περικυκλωθήκαμε... βαλλόμεθα από παντού..." Τέλος όταν διαπιστώνεται πως δεν υπάρχει πια ελπίδα σωτηρίας, η φρουρά του Εχίνου αποχωρεί απ' το οχυρό. Στον Κένταυρο όπου θα φτάσει, μαθαίνει πως οι Γερμανοί μπήκαν την περασμένη νύχτα στην Ξάνθη και στην Κομοτηνή. Το οχυρό του Εχίνου αποτελούνταν από 4 συγκροτήματα υπόγεια, που κατασκευάσθηκαν και αυτά από το 1936 έως το 1940. Οι Γερμανοί επιτέθηκαν από τις πρωινές ώρες της 6ης Απριλίου, τα ελληνικά τμήματα προκαλύψεως υποχώρησαν προς Μελίβοια καταστρέφοντας το δρόμο και ανατινάζοντας τις γέφυρες ενώ ταυτόχρονα εκκενώθηκαν τα χωριά βορείως του οχυρού και οι κάτοικοι βρήκαν καταφύγιο στο Κένταυρο . Απέναντι στην Γερμανική αποφασιστικότητα οι Έλληνες υπερασπιστές εκμεταλλευόμενοι το σκοτάδι έβγαιναν τη νύχτα από τα οχυρά και εξουδετέρωναν τις ομάδες δολιοφθοράς που προσπαθούσαν να ανατινάξουν τα έργα. Μετά από σφοδρές μάχες, στις οποίες οι Γερμανοί έχασαν περί τους 200 άνδρες (χωρίς καμία ελληνική απώλεια), το πρωί της 8ης Απριλίου οι Γερμανοί άλλαξαν την τακτική τους. Επικέντρωσαν την προσοχή τους στο προωθημένο συγκρότημα «Μ» του οχυρού με σφοδρούς βομβαρδισμούς και μετά από αγώνα σώμα με σώμα εισέβαλαν στις στοές. Αργότερα οι Γερμανοί στράφηκαν κατά των άλλων 3 συγκροτημάτων, όπου κατόρθωσαν να διοχετεύσουν μέσα στους αεραγωγούς ασφυξιογόνα αέρια. Τη νύχτα η εκκένωση πραγματοποιήθηκε με τάξη και η φρουρά του οχυρού αποσύρθηκε στον Κένταυρο, όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι κάτοικοι της περιοχής. Εκεί πληροφορήθηκε ότι η Ξάνθη και η Κομοτηνή είχαν πέσει στα χέρια των Γερμανών. Μετά από αυτό η φρουρά εξαναγκάσθηκε σε παράδοση. Στο χωριό Εχίνος υποδέχθηκε τους άνδρες ο ίδιος ο Διοικητής της γερμανικής Μεραρχίας που τους είχε επιτεθεί και τους συνεχάρη με τα λόγια “Είστε γενναίος Στρατός και άξιος καλύτερης τύχης”. Στη συνέχεια επετράπη ο ενταφιασμός των νεκρών που έπεσαν ηρωικά μέσα στις στοές του προωθημένου Συγκροτήματος και η φρουρά οδηγήθηκε στην Ξάνθη. Ο αγώνας του οχυρού του Εχίνου είχε τελειώσει. Οι απώλειες των ελληνικών δυνάμεων ήταν δέκα άνδρες ενώ των Γερμανών υπερέβαιναν τους 300 νεκρούς και τους 1000 τραυματίες.

ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΠΤΥΧΕΣ

- Η Στρατιωτική δύναμη του Οχυρού ήταν ένα ειδικό Τάγμα Πεζικού τριών Λόχων, με Διοικητή τον Ταγματάρχη Πεζικού Δρακούση Χρήστο. Στο Οχυρό υπηρετούσαν 20 Αξιωματικοί και 645 Στρατιώτες, δηλαδή συνολικά 665 Άνδρες.
- Ένας από τους υπερασπιστές του Οχυρού, σύμφωνα με μαρτυρίες, ήταν και ο Στρατιώτης ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΖΙΤΖΙΚΑΣ του ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ από το ΡΕΘΥΜΝΟ της ΚΡΗΤΗΣ. Είχε στρατευτεί το 1939 και είχε υπηρετήσει στην Ξάνθη. Η Γερμανική εισβολή στην Ελλάδα τον βρήκε στα ΕλληνοΒουλγαρικά σύνορα. Όταν κατέρρευσε το μέτωπο αντί να παραδωθεί κατευθύνθηκε προς το Άγιον Όρος και από εκεί, ύστερα από πολλές περιπέτειες κατάφερε να καταπλεύσει στην Κρήτη, φορώντας ακόμα τη Στρατιωτική του στολή! Έλαβε μέρος στην Μάχη της Κρήτης πολεμώντας τους Γερμανούς για δεύτερη φορά, κάπου κοντά στο Ρέθυμνο.
- Δυτικά του Εχίνου, στο χωριό Σμίνθη, οι Γερμανοί Εισβολείς στην πορεία τους προς την πόλη της Ξάνθης συνάντησαν την φρουρά του μεθοριακού φυλακίου της. Μετά από σκληρή μάχη στην οποία χάθηκαν 10 Έλληνες στρατιώτες κατάφεραν να την εξουδετερώσουν. Στο χωριό αυτό υπάρχει μνημείο σήμερα με τα ονόματα των πεσόντων, οι οποίοι είναι...

ΛΟΧΙΑΣ - ΛΥΜΠΕΡΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΠΟ ΚΟΡΙΝΘΟ
ΛΟΧΙΑΣ - ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΑΠΟ ΚΡΗΤΗ
ΥΠ/ΝΕΑΣ - ΚΑΡΑΠΙΠΕΡΗΣ ΜΙΧΑΗΛ ΑΠΟ ΑΘΗΝΑ
ΣΤΡ/ΤΗΣ - ΤΑΣΕΔΑΜΗΣ ΗΛΙΑΣ ΑΠΟ ΜΕΣΣΗΝΙΑ
ΣΤΡ/ΤΗΣ - ΠΑΠΑΔΕΡΟΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΑΠΟ ΚΡΗΤΗ
ΣΤΡ/ΤΗΣ - ΝΤΑΗΦΩΤΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΠΟ ΚΡΗΤΗ
ΣΤΡ/ΤΗΣ - ΜΠΑΖΙΔΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΠΟ ΚΟΡΙΝΘΟ
ΣΤΡ/ΤΗΣ - ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ ΜΙΧΑΗΛ ΑΠΟ ΜΕΣΣΗΝΙΑ
ΣΤΡ/ΤΗΣ - ΣΤΑΥΡΟΥ ΣΤΑΥΡΟΣ ΑΠΟ ΑΡΚΑΔΙΑ
ΣΤΡ/ΤΗΣ - ΤΡΙΠΟΛΙΤΑΚΗΣ ΠΑΥΛΟΣ ΑΠΟ ΚΡΗΤΗ


ΤΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΟΥ ΓΕΣ ΣΤΙΣ 7/4/1941, ΑΝΕΦΕΡΕ ΛΙΤΑ...
"Η Δυτική Θράκη, δια λόγους επιχειρήσεων και προς αποφυγήν ανωφελών θυσιών, εκκενούται εγκαίρως και κανονικώς υπό των εκεί ολιγάριθμων προκαλυπτικών στοιχείων. Τα εν αυτή οχυρά μας Εχίνος και Νυμφαία ανθίστανται εις τας εχθρικάς προσβολάς απαγορεύοντα την διέλευσιν των βαρέων υλικών του εχθρού".

Γραμμή Μεταξά
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Γραμμή Μεταξά ονομάζεται η περίφημη σειρά οχυρωματικών έργων, υπόγειων και επίγειων, κατά μήκος των ελληνοβουλγαρικών συνόρων, που κατασκευάστηκαν με σκοπό την άμυνα της Ελλάδας σε περίπτωση εισβολής κατά τον επικείμενο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, στον οποίο και απετέλεσε τελικά τον κύριο προμαχώνα της. Η Γραμμή Μεταξά αποτελεί το μεγαλύτερο ελληνικό οχυρωματικό έργο στην νεότερη ιστορία.

Ιστορία

Λόγω της στρατηγικής της σημασίας κατά την διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, λήφθηκε η απόφαση να οχυρωθεί η οριογραμμή Ρούπελ με τα ομώνυμα οχυρά.
Αργότερα θεωρήθηκε ότι τα οχυρώματα εκείνα δεν ήταν αρκετά ισχυρά. Αποφασίστηκε, λοιπόν, να κατασκευαστούν περαιτέρω οχυρώσεις, όχι μόνο στην συγκεκριμένη περιοχή αλλά και καθ' όλο το μήκος των βορείων ελληνικών συνόρων. Ο προγραμματισμός ολοκληρώθηκε το 1935 και οι εργασίες άρχισαν στην Κερκίνη το 1936. Στην περιοχή της «Γραμμής Μεταξά» δόθηκε ο κύριος αγώνας της Ελλάδας υπό την διοίκηση του Αντιστράτηγου Κωνσταντίνου Θ. Μπακόπουλου εναντίον των Γερμανών [1], ο οποίος αγώνας έμεινε γνωστός με το όνομα «Μάχη των Οχυρών».

Σχεδιασμός έργου

Η οχυρωματική αυτή γραμμή που έλαβε το όνομά της από τον σχεδιαστή και δημιουργό της, τον τότε πρωθυπουργό και υπουργό εθνικής Άμυνας της Ελλάδας Ιωάννη Μεταξά, αποτελούνταν κυρίως από υπόγειες σήραγγες που περιελάμβαναν επιμέρους επίγεια οχυρά συγκροτήματα, με παρατηρητήρια, πυροβολεία και πολυβολεία κ.λπ. καθώς και μία τεράστια ανάπτυξη αντιαρματικών τάφρων, ζωνών αντιαρματικών σιδηροπηγμάτων και σκυροδέματος σε διπλές και τριπλές γραμμές ανάσχεσης, που στο σύνολό του για την εποχή του και με τα τότε ελληνικά δεδομένα αποτέλεσε ένα τιτάνιο έργο.
Την υλοποίηση του μεγαλόπνοου αυτού σχεδίου ανέλαβε η Διοίκηση Φρουρίου Θεσσαλονίκης, που την εποχή εκείνη αποτελούσε μεγάλο σχηματισμό, η οποία και συγκρότησε ειδική "επιτροπή Μελετών Οχύρωσης" στην οποία συμμετείχαν τοπογράφοι, γεωγράφοι, μηχανικοί, αρχιτέκτονες, με συμμετοχή και άλλων στρατιωτικών μονάδων, όπως Μηχανικού, αλλά και πολιτικών, όπως το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, πολλές βιομηχανίες Αθήνας και Πειραιά κ.λπ. Η Επιτροπή υπό την πίεση του χρόνου στη συνέχεια των εργασιών επιλογής των σημείων κατασκευής οχυρών και όλων των απαραίτητων άλλων έργων υπέβαλε σχετική έκθεση προτασεων στο Υπουργείο Άμυνας όπου μετά από συσκέψεις αποφασίσθηκε η κατασκευή του έργου η οποία κάλυπτε οχυρωτικά από την Ανατολική Μακεδονία (όρος Μπέλες) μέχρι την Κομοτηνή καλύπτοντας τμηματικά μία ζώνη μήκους περίπου 300 χλμ., χωρίς να περιλαμβάνονται σ΄ αυτή οι επεκτάσεις αντιαρματικών ζωνών και άλλων συμπληρωματικών οχυρώσεων που έφθαναν μέχρι τον ποταμό Έβρο.
Ιδιαίτερη μάλιστα βαρύτητα είχε δοθεί στον απόρρητο χαρακτήρα της κατασκευής και στην απόλυτη μυστικότητα των όλων εργασιών.

Σκοπιμότητα

Κύριος σκοπός της κατασκευής της οχυρωματικής αυτής γραμμής δεν ήταν η συνεχής παθητική άμυνα, αλλά η απόκρουση μιας αιφνίδιας εχθρικής προσβολής με παράλληλη εξασφάλιση προκάλυψης τμημάτων στρατού εκστρατείας. Η Επιτροπή Μελετών Οχυρώσεων" που συστάθηκε επί τούτου μελέτησε την κατασκευή μόνο για τις ανάγκες προκάλυψης οι οποίες και ήταν:

1. Η άμεση απόκρουση οποιασδήποτε αιφνίδιας εχθρικής εισβολής.
2. Η εξασφάλιση τη απρόσκοπτης επιστράτευσης εκ των παραμεθορίων πληθυσμών.
3. Η εξασφάλιση ταχείας συγκέντρωσης στρατού εκστρατείας στη παραμεθόριο περιοχή.
4. Η εξασφάλιση εκ μέρους των στρατευμάτων προκάλυψης ορισμένης γραμμής υπέρ του στρατού εκστρατείας.

Συγκεκριμένα η Επιτροπή Μελετών ανέφερε στην έκθεσή της σχετικά: "Δεν αποκλείεται σε κάποιους τομείς (της οχυρωτικής γραμμής), να πρόκειται να αμυνθούν οι κύριες δυνάμεις εκστρατείας, επί της τοποθεσίας των έργων, τα οποία θα μελετηθούν επιπρόσθετα, τα οποία πιθανόν, αν και επαρκή για τις ανάγκες της κάλυψης, να μην είναι επαρκή για τις θέσεις αντίστασης όλης της Στρατιάς. Η Επιτροπή έκρινε ότι δεν μπορούσε ν΄ ασχοληθεί με την εξέταση και της περίπτωσης αυτής. Στη Διοίκηση εναπόκειται να καθορίσει ποια σημεία θα είναι τα σημεία αυτά και αν θα πρέπει εκεί να κατασκευαστούν περισσότερα ή ισχυρότερα έργα". Εκ της περικοπής αυτής συνάγεται καθαρά ότι όλο το έργο είχε προσωρινό αμυντικό και μόνο χαρακτήρα.

Κατασκευή οχυρών

Τη «Γραμμή Μεταξά», αποτελούσαν είκοσι ένα (21) οχυρά. Τα οχυρά αυτά είχαν κατασκευασθεί, αποκλειστικά από ελληνικά χέρια, για την αμυντική θωράκιση της Ελλάδας από βουλγαρική επίθεση, επειδή την περίοδο εκείνη, 1936-1940, η Βουλγαρία ήταν έξω από το Βαλκανικό Σύμφωνο Φιλίας και επιζητούσε να ξαναπάρει τα ελληνικά εδάφη που είχε χάσει κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913).
Το κάθε οχυρό αποτελούσε στο σύνολό του ένα περίκλειστο έργο από ένα ή περισσότερα στεγανά συγκροτήματα, ικανό να αμυνθεί προς κάθε κατεύθυνση. Περιλάμβανε σκέπαστρα, πυροβολεία, πολυβολεία, ολμοβολεία, βομβιδοβολεία, παρατηρητήρια, έργα παραλλαγής και παραπλάνησης, πολλαπλές εισόδους και εξόδους. Οι υπόγειες εγκαταστάσεις κάθε οχυρού περιλάμβαναν διοικητήριο, θαλάμους αξιωματικών, θαλάμους οπλιτών, τηλεφωνικό κέντρο, μαγειρείο, δεξαμενές νερού, χώρους υγιεινής, αποθήκες τροφίμων (για 15 μέρες), χειρουργείο, φαρμακείο, συστήματα αερισμού, φωτισμού (γεννήτριες, λάμπες πετρελαίου, φακούς κ.ά.), αποχέτευση, εξωτερικές θέσεις μάχης, αντιαρματικά κωλύματα, θέσεις αντιαεροπορικών όπλων κ.ά.
Οι κατασκευές αυτές ήταν ιδιαίτερα ανθεκτικές, ενώ κάποιες εξ αυτών συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα.
Το εσωτερικό των έργων αυτών φωτιζόταν κυρίως με λάμπες πετρελαίου, ενώ σε μερικά είχαν εγκατασταθεί και κάποιες ηλεκτρογεννήτριες, (Σήμερα τα οχυρά της γραμμής αυτής ηλεκτροφωτίζονται από το δίκτυο της Δ.Ε.Η., συνεχίζοντας όμως να διατηρούν και τις ηλεκτρογεννήτριες). Ο εξαερισμός τους επιτυγχανόταν τόσο με τεχνητές όσο και με φυσικές μεθόδους. Η δε παροχή νερού γινόταν από το δημόσιο δίκτυο.

Όλα τα οχυρά διατηρούνται σε καλή κατάσταση και εν ενεργεία. Ορισμένα είναι ανοιχτά για το κοινό.
Το καθένα από τα οχυρά αυτά έχει και την ιστορία του, τη γενναία αντίσταση των υπερασπιστών του. Πολλά οχυρά έμειναν απόρθητα και παραδόθηκαν στις 10 Απριλίου μετά την υπογραφή του σχετικού Πρωτοκόλλου Συνθηκολόγησης (9 Απριλίου 1941).
Οι οχυρώσεις της Γραμμής Μεταξά αποτελούνται από 21 ανεξάρτητα συγκροτήματα και μέγα πλήθος αντιαρματικών τάφρων, χαρακωμάτων και σιδηροπαγών ζωνών ανάσχεσης. Το οχυρό Ρούπελ είναι ένα από τα μεγαλύτερα. Καλύπτει τα 6,1 από τα 155 χλμ της γραμμής και κατασκευάστηκε σε ύψος 322 μ. Οι οχυρώσεις έχουν κατασκευαστεί σε τρία διαφορετικά επίπεδα και σε κάποια σημεία το πάχος του ενισχυμένου σκυροδέματος φτάνει τα 2,5 μ.
Η Γραμμή Μεταξά περιελάμβανε τα ακόλουθα 21 Οχυρά κατά σειρά από δυτικά, περιοχή Μπέλες, προς ανατολικά - ΒΑ. Ξάνθης.

Οχυρό Ποποτλίβιτσα
Οχυρό Ιστίμπεη
Οχυρό Κελκαγιά
Οχυρό Αρπαλούκι
Οχυρό Παληουριώνες
Οχυρό Ρούπελ
Οχυρό Καρατάς
Οχυρό Κάλη
Οχυρό Περσέκ
Οχυρό Μπαμπαζώρα
Οχυρό Μαλιάγκα
Οχυρό Περιθώρι
Οχυρό Παρταλούσκα
Οχυρό Ντάσαβλη
Οχυρό Λίσσε
Οχυρό Πυραμιδοειδές
Οχυρό Καστίλλο
Οχυρό Άγιος Νικόλαος
Οχυρό Μπαρτίσεβα
Οχυρό Εχίνος
Οχυρό Νυμφαία

Στατιστικά έργου

Η αμυντική αυτή οχύρωση αποτελεί το μέγιστο τεχνικό έργο της Ελλάδας κατά τον περασμένο αιώνα, όπως αποδεικνύεται από ορισμένα συνοπτικά στοιχεία :
Έργα υποδομής
Διάνοιξη νέων οδών: 115 χλμ.
Αξιοποίηση και επισκευή παλαιών οδών: 92 χλμ.
Εκσκαφές επιφανειακών έργων: 16.000 κ.μ.
Εκσκαφές υπόγειων έργων: 291.000 κ.μ.
Εκσκαφές οδοποιίας: 927.000 κ.μ.

Κυρίως έργο

Σύνολο οπλισμένου σκυροδέματος 108.000 κ.μ.
Σύνολο σκυροδέματος μη οπλισμένου: 68.000 κ.μ.
Συνολικό μήκος εξωτερικών υδραγωγείων: 74 χλμ.
Συνολικό μήκος εσωτερικών υδραγωγείων: 14 χλμ.
Συνολικό μήκος τηλεφωνικών γραμμών εκτός οχυρών: 1.216 χλμ.
Συνολικό μήκος τηλεφ. γραμμών εντός των οχυρών: περίπου 70 χλμ.
Συνολικό μήκος ανάπτυξης συρματοπλέγματος: 90 χλμ.
Συνολική ποσότητα τσιμέντου: 66.000 τόνοι.
Συνολική ποσότητα σιδήρου οπλισμού σκυροδέματος: 12.000 τόνοι.
Συνολικό μήκος υπόγειων στοών: 24.000 μέτρα,
Συνολικό μήκος υπόγειων καταφυγίων - θαλάμων: 13.000 μέτρα,
Συνολικό μήκος σωλήνων ύδρευσης: 88.000 μέτρα,

Κόστος - χρόνος

Σύνολο δαπάνης: 1,5 δισ. δραχμών (ίσο με 58,5 δις ευρώ (2002),
Σύνολο ημερομισθίων: 3.000.000, (2.900.000)
Διάρκεια κατασκευής: 3,5 χρόνια, (Νοέμβριος 1936 - Ιούλιος 1940). Το έργο υπέστη κάποιες περικοπές, στις οποίες περιλαμβανόταν ένα ακόμα οχυρό και κάποια ακόμα ενισχυτικά έργα ανάσχεσης.

Αποτελεσματικότητα - Κρίσεις

Η γραμμή υπερφαλαγγίστηκε κατά τη Γερμανική εισβολή 1941 όταν οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Ελλάδα από την Γιουγκοσλαβία τον Απρίλιο του 1941. Οι ελληνικές δυνάμεις που υπερασπίζονταν τη γραμμή αντιστάθηκαν κατά τη Μάχη των Οχυρών.


Η Κατασκευή του Οχυρού

Η οχύρωση πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο

Η Οχύρωση ξεκίνησε την περίοδο 1913-1914 μετά από εισήγηση του Ι.Μεταξά Αντισυνταγματάρχη τότε του Μηχανικού και διευθυντή της Β’ Επιτελικής Διευθύνσεως, για τη δημιουργία μιας οχυρωτικής γραμμής. Τα οχυρά που κατασκευάστηκαν ήταν εννέα: ΡΟΥΠΕΛ, ΦΑΙΑ ΠΕΤΡΑ, ΠΕΡΙΘΩΡΙ, ΛΙΣΣΕ, ΤΟΥΛΟΥΜΠΑΡ, ΠΑΡΑΝΕΣΤΙΟ, ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ, ΔΟΒΑ ΤΕΠΕ. Τέλος οχυρώθηκε η Καβάλα ως δεύτερη τοποθεσία άμυνας.
Το ΡΟΥΠΕΛ ήταν ένα μετρίου μεγέθους έργο, με ελαφρά σκεπάσματα για τη φρουρά και την αποθήκευση υλικού. Είχε περίμετρο 2-3 χιλιόμετρα για την καλύτερη προστασία των πυροβόλων. Στην διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το ΡΟΥΠΕΛ καταλήφθηκε από γερμανοβουλγαρικές δυνάμεις. Το Οχυρό κρατήθηκε μέχρι το τέλος του πολέμου, το ζήτημα της οχύρωσης τέθηκε σε στερεότερη βάσει την δεκαετία του 1930.

Τι ήταν το οχυρό; Η οχύρωση είναι απαραίτητη για την ισχυρή αμυντική τοποθεσία. Με τον όρο Οχυρό εννοούνταν ένα σύνολο από επιφανειακά και υπόγεια έργα, κατασκευασμένα από οπλισμένο σκυρόδερμα (μπετόν αρμέ), που συνδέονταν μεταξύ τους με υπόγειες στοές και αποτελούσαν ένα ενιαίο σύνολο. Σκοπός των οχυρών ήταν να εμποδίσουν τη διέλευση από εχθρικών τμημάτων από σημαντικές οδεύσεις για όσο το δυνατό μεγαλύτερο διάστημα. Τα επιφανειακά έργα, που ονομάζονται ενεργητικά σκέπαστρα, είχαν προορισμό την προστασία των οργάνων πυρός και μέσων παρατήρησης. Τα ενεργητικά σκέπαστρα διακρίνονται με ορισμένους τύπους π.χ. πολυβολεία, ολμοβολεία, βομβιδοβολεία, παρατηρητήρια, σκέπαστρα προβολέων, σκέπαστρα οπτικών σταθμών κ.α.
Ένα από τα σημαντικότερα ενεργητικά σκέπαστρα ήταν τα πυροβολεία που διακρίνοντας στης εξής κατηγορίες: πλαγιοφύλαξης, αντιαεροπορικά, αντιαρματικά, και αντιαρματικά περιπολίας (ενεργητικά σκέπαστρα έξω από το κύριο συγκρότημα των οχυρών).
Τα οχυρά διέθεταν υπόγεια καταφύγια για την ασφαλείς διαβίωση της φρουράς, ακόμα υπήρχαν διοικητήρια, θάλαμοι οπλιτών και αξιωματικών, τηλεφωνικά κέντρα, σταθμοί ασυρμάτου, μαγειρεία, αποθήκες (τροφίμων, καυσίμων, πυρομαχικών, κ.λ.π) που εξασφάλιζαν την αυτάρκεια των οχυρών για 10 μέρες, δεξαμενές νερού, αποχωρητήρια, μηχανοστάσια, σταθμοί πρώτων βοηθειών στοές επικοινωνίας κ.λ.π.

Σκοποί οχύρωσης - Τελική διάταξη γραμμής

Στον Μεσοπόλεμο, η οχυρωματική εργασία άνηκε στο Γενικό Επιτελείο Στρατού (ΓΕΣ), η εργασία έγινε σε δύο περιόδους.
Στην πρώτη περίοδο η οχύρωση είχε αμυντικό προσανατολισμό με κύριο σκοπό την απόκρουση αιφνιδιαστικής επίθεσης. Στην πρώτη περίοδο ο αριθμός των οχυρών ήταν 15.
Στην δεύτερη περίοδο σχηματοποιήθηκε η οριστική μορφή των οχυρών που έγινε μετά την ανάληψη της αρχηγίας του ΓΕΣ από τον Αλέξανδρο Παπάγο. Σύμφωνα με τις αποφάσεις του, σκοπός της οχυρωμένης τοποθεσίας εκτός από τα καθήκοντα που είχαν στην πρώτη περίοδο, ήταν και η δυνατότητα να χρησιμοποιηθούν τα οχυρά ως τοποθεσία αντίστασης ολόκληρης της Στρατιάς και ως ορμητήριο για την ανάληψη επιθετικής πρωτοβουλίας προς τη Βουλγαρία. Ο αριθμός των κατασκευασμένων οχυρών αυξήθηκε σε 24 και για τα περισσότερα ορίστηκε αντοχή σε βολή πυροβολικού διάμετρος 220 χιλ.

Τον Απρίλιο του 1941 ήταν σχεδόν ολοκληρωμένα 21 οχυρά:
Ανατολική Μακεδονία
  • Περιοχή Μπέλες: Ποποτλιβίτσα, Ιστιμπέη, Κελκαγιά, Αρπαλούκι, Παλιουριώνες
  • Περιοχή Αγκίστρου: Ρούπελ, Καρατάς, Κάλη
  • Περιοχή Αλή Μπουτούς και Μαύρο Βουνό: Περσέκ
  • Υψίπεδο Κάτω Νευροκοπίου: Μπαμπαζώρα, Μαλιάγκα, Περιθώρι, Παρταλούσκα, Ντασαβλή, Λίσσε, Πυραμοειδές
  • Περιοχή Βώλακα: Καστίλλο, Άγιος Νικόλαος, Μπαρτισέβα
Δυτική Θράκη
  • Ξάνθη: Εχίνος
  • Κομοτηνή: Νυμφαία

Το Δίκτυο αυτό έμεινε γνωστό στην ιστορία ως "γραμμή Μεταξά", επειδή το μεγαλύτερο μέρος των οχυρών κατασκευάστηκε όταν ήταν πρωθυπουργός ο Ιωάννης Μεταξάς. Παρατηρήσεις για τα οχυρά από τους ξένους. Το αξιόμαχο των οχυρών επισημάνθηκε από πολλές πλευρές. Γάλλος αξιωματικός, στον οποίο επιτράπηκε η επίσκεψη σε ανταπόδοση της αντίστοιχης που είχε γίνει από Έλληνες αξιωματικούς στη "γραμμή Μεταξά" με άδεια την Γαλλικής κυβερνήσεως εκφράστηκε με καλά λόγια για το έργο. Τα οχυρά επισκέφθηκαν Tούρκοι αξιωματικοί. Ο μεγαλύτερος έπαινος ήρθε από τους Γερμανούς αφού εντυπωσιάστηκαν από την αντίσταση των οχυρών. Στα τέλη του Μαΐου 1941 έφθασαν στην Ελλάδα ο Στρατηγός Σνάιντερ, ο Συνταγματάρχης Σράιμπερ, και ο Ταγματάρχης Θεοχάρης, απεσταλμένοι από το Επιτελείο της Ανώτατης Διοίκησης του Γερμανικού Στρατού, για να εξετάσουν την οχυρωματική γραμμή. Ο Στρατηγός Σνάιντερ ως εκπρόσωπος της επιτροπής είπε ότι η ελληνική οχύρωση αποτελούσε το χρυσό μέσο όρο μεταξύ του γαλλικού συστήματος και των άλλων κρατών και ήταν το πλέον κατάλληλο για ορεινά εδάφη όπως τα ελληνικά. Σχετικά με την αντοχή των έργων ο Γερμανός Στρατηγός ανέφερε ότι κατά τη διάρκεια των επισκέψεων του στην γραμμή παρατήρησε πως πολλά έργα είχαν δεχθεί βόμβες αεροπλάνων και οβίδες πυροβολικού με μόνο αποτέλεσμα κάποιες αποφλοιώσεις και ελαφρές ρωγμές, οι οποίες δεν επηρέασαν την εκτέλεση της αποστολής του. Επίσης μεγάλο θαυμασμό και έκπληξη τους προκάλεσαν οι κρυφές έξοδοι που άλλα οχυρά δεν είχαν.
Το οχυρό Ρούπελ ήταν το μεγαλύτερο από όλα τα οχυρά της "γραμμής Μεταξά", το συγκρότημα εκτείνεται σε μέτωπο 2.500μ. και περιελάμβανε 123 ενεργητικά σκέπαστρα, το ανάπτυγμα των υπόγειων χώρων ήταν 1.849 τ.μ., ενώ οι στοές συγκοινωνίας ανέρχονταν σε 4.251 μ. Η συνολική έκταση ήταν 6.100 μ. και το σύνολο της φρουράς ήταν 1.397 άνδρες. Το κόστος κατασκευής του ήταν 111.540.000 δρχ. Για τα ενεργητικά σκέπαστρα του οχυρού δεν υπάρχει ξεκάθαρη εικόνα γιατί οι σχετικές πηγές είναι απόρρητες.
Σύμφωνα με τον Γεώργιο Γαζή η οχύρωση περιλάμβανε τα εξής ενεργητικά σκέπαστρα:
  • Πολυβολεία 4 απλά, 18 διπλά
  • Πυροβολεία πλαγιοφυλάξεις 2
  • Αντιαρματικά πυροβολεία 1 απλό, 2 διπλά
  • Αντιαεροπορικά πυροβολεία 2
  • Ολμοβολεία 3 απλά, 1 διπλό
  • Παρατηρητήρια 22 απλά, 1 διπλό
  • Σκέπαστρα προβολέα 3
  • Οπτικοί σταθμοί 2
  • Έξοδοι 14 απλές, 3 με πολυβόλα
  • Βομβιδοβολεία 1 απλό, 1 διπλό, 1 τριπλό
Το οχυρό ήταν εξοπλισμένο με τα εξής πυροβολεία:
  • Πέντε αντιαρματικά πυροβόλα των 37 χιλ. στο λόφο Ουσίτας, στα αντερείσματα Μολών Λαβέ και στο λόφο Εξόδου
  • Δύο ορειβατικά πυροβολεία 75/19 σε πυροβολεία πλαγιοφύλαξης
  • Τρία πεδινά των 75 χιλ. σε ρόλο αντιαρματικής άμυνας του οχυρού σε ημιμόνιμα πυροβολεία (μαζί με δυο ορειβατικά συγκροτούσαν τον ουλαμό πυροβολικού του οχυρού)
  • Τρία πεδινά πυροβόλα των 75 χιλ. σε αντίστοιχα αντιαρματικά περιπόλια επί της εθνικής οδού Κούλας – Σιδηροκάστρου
  • Ένα κινητό αντιαρματικό των 47 χιλ. από ιταλικά λάφυρα
  • Ένα αντιαεροπορικό των 20χιλ. στην Ουσίτα και ένα των 37 χιλ. στον Προφήτη Ηλία.
Οι ήρωες των οχυρών της Γραμμής Μεταξά

«Επειδή μόνο εμείς, αντίθετα προς τους βαρβάρους, ποτέ δεν μετρήσαμε τον εχθρό στη μάχη». Αισχύλος.

Η Ιταλία είχε ηττηθεί στο λεγόμενο Έπος της Αλβανίας (κατ’ εμέ Βορειοηπειρωτικό), ο Άξονας είχε δεχθεί μεγάλο πλήγμα, το κυριότερο όμως ήταν ότι κινδύνευε η εξέλιξη των επιχειρήσεων στη Μέση Ανατολή και στη Ρωσία. Η ώρα να επέμβει η μεγάλη δύναμη του Άξονα είχε φθάσει. Η Ελλάδα φάνταζε στα μάτια των αλαζόνων Γερμανών σαν εύκολη λεία. Η αήττητη μέχρι τότε Γερμανική πολεμική μηχανή πίστευε ότι θα προελάσει και θα φθάσει στην Αθήνα άφθαρτη για να συνεχίσει τις κατακτήσεις της.
Το πρώτο όμως Γερμανικό ανακοινωθέν της 6ης Απριλίου άλλα μηνύματα δίδει! Αναφέρει ότι τα Γερμανικά στρατεύματα κατά την επίθεση εναντίον της Ελλάδος «προσέκρουσαν εις πείσμονα αντίστασιν!!». Κάποιοι εκεί στη μικρή Ελλάδα αντιστέκονται σθεναρά! Η υπεροπλία του άξονα δεν τους τρομάζει. Υπερτερούν σε γενναιότητα, φρόνημα ψυχής και αίσθηση ιστορικού καθήκοντος!
Νέες Θερμοπύλες ζωντανεύουν, τα Γερμανικά αεροπλάνα κρύβουν τον ήλιο, οι Έλληνες όμως ξαναπολεμούν υπό σκιάν! Το μεγαλείο της Ελληνικής φυλής ξαναγράφει ιστορία. O κόσμος όλος άφωνος παρακολουθεί και απορεί με το σθένος αυτού του λαού. Η Γραμμή Μεταξά δεν ενδείκνυται για παρέλαση. Τα Οχυρά δεν υποκύπτουν στις λυσσαλέες επιθέσεις των Γερμανικών ορδών. Μια-μια οι Γερμανικές μονάδες αποδεκατίζονται. Οι απώλειες των Γερμανών τεράστιες. Η φοβισμένη Ευρώπη, που σχεδόν καθόλου δεν αντιστάθηκε στους Γερμανούς αναθαρρεύει και οι ελπίδες αναζωπυρώνονται.
Στα οχυρά Ρούπελ το Ελληνικό Εθνος έγραψε για μια ακόμη φορά ιστορία και ανάγκασε φίλους και εχθρούς να εκφρασθούν για τους Έλληνες με λόγια όπως αυτά του Ουίνστων Τσώρτσιλ: «από τούδε και στο εξής δε θα λέμε ότι οι Έλληνες πολεμούν ως ήρωες, αλλά ότι οι ήρωες πολεμούν ως Έλληνες»!
Σας παραθέτω κάποια στοιχεία των οχυρών για να έχετε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα της μάχης αυτής και του ηρωϊσμού των μαχητών των οχυρών Ρούπελ, που υποχρέωσε για πρώτη φορά στα ιστορικά δεδομένα, τους νικητές να παρουσιάσουν όπλα στους «ηττημένους» και τον Χίτλερ να πεί: «η ιστορική δικαιοσύνη με υποχρεώνει να διαπιστώσω ότι απ’ όλους τους αντιπάλους τους οποίους αντιμετωπίσαμε, ο Έλλην στρατιώτης ιδίως επολέμησε με ύψιστον ηρωϊσμό και αυτοθυσία».
Ήταν σαν τώρα, Κυριακή, 6 Απριλίου 1941! Την 1η Μαρτίου 1941, μετά την προσχώρηση της Βουλγαρίας στον Άξονα, οι γερμανικές δυνάμεις στην περιοχή έναντι της οχυρωμένης τοποθεσίας Κερκίνη-Ρούπελ, ήταν οι 5η και 6η Ορεινές Μεραρχίες (έναντι Κερκίνης), το 125ο Σύνταγμα Επιλέκτων, ενισχυμένο με ένα Τάγμα της 5ης Ορεινής Μεραρχίας (έναντι Ρούπελ) και η 72η Ορεινή Μεραρχία (υψίπεδο Νευροκοπίου).
Σε δεύτερη γραμμή, στην πεδιάδα Μαρινούπολης, η 2η Τεθωρακισμένη Μεραρχία και 2 βουλγαρικές μεραρχίες. Όλες οι παραπάνω δυνάμεις ανήκαν στο 18ο Γερμανικό Σώμα Στρατού, του οποίου ο ελιγμός περιλάμβανε επίθεση κατά μέτωπο για διάνοιξη της στενωπού του Ρούπελ, υπέρβαση της Κερκίνης, με παράλληλη ενέργεια παράκαμψης ολόκληρης της τοποθεσίας συνόρων δια του άξονα Στρούμνιτσα - Κωστουρίνο - Θεσσαλονίκη.
Το ελληνικό Συγκρότημα Σιδηροκάστρου, με έδρα το Σιδηρόκαστρο, κατείχε το χώρο μεταξύ της ανατολικής όχθης του Στρυμόνα μέχρι το οχυρό Περσέκ. Στο συγκρότημα Σιδηροκάστρου υπάγονταν:
  • Ο δυτικός υποτομέας, που περιλάμβανε το οχυρό Ρούπελ με διοικητή τον Τχη (ΠΖ) Γεώργιο Δουράτσο και δύναμη 27 Αξκούς και 950 οπλίτες και το οχυρό Καρατάς με διοικητή τον Τχη (ΠΖ) Αστέριο Κοντογιάννη και δύναμη 28 Αξκούς και 785 οπλίτες.
  • Ο κεντρικός υποτομέας, περιλάμβανε το οχυρό Κάλης με διοικητή τον Τχη (ΠΖ) Κων/νο Κωστόπουλο και φρουρά 30 Αξκούς και 902 οπλίτες και ο ανατολικός υποτομέας, που περιλάμβανε τον υπόλοιπο χώρο.
Η επίθεση των Γερμανών κατά των οχυρών άρχισε την 05:15 της 6ης Απριλίου 1941 με σφοδρό βομβαρδισμό του Πυροβολικού και από τις 06:00 και με αεροπλάνα κάθετης εφόρμησης (Στούκας), που έριχναν βόμβες υπό το τρομερό σφύριγμα των σειρήνων τους. Με την έναρξη της επίθεσης των Στούκας, ένας γερμανικός ειδικός λόχος, με 18 λέμβους από καουτσούκ, που εμφανίστηκε να πλέει στον Στρυμόνα ποταμό, καθηλώθηκε σε συρματόπλεγμα. Τα πληρώματα προσπάθησαν να απεμπλέξουν τις βάρκες, αλλά βαλλόμενοι από τα οχυρά Ουσίτα και Παλιουριώνες φονεύθηκαν ή πνίγηκαν. Οι ελάχιστοι, που διασώθηκαν, κατόρθωσαν κολυμπώντας να συννενωθούν με τα προκεχωρημένα στοιχεία του 1ου Τάγματος. Ο δεξιός λόχος του Τάγματος κινήθηκε κατά μήκος της στενωπού και μόλις βρέθηκε κάτω από το οχυρό Ουσίτα, δέχθηκε καταιγισμό πυρών και καθηλώθηκε με σοβαρές απώλειες. Την ίδια εξέλιξη είχε και η επίθεση του υπόλοιπου Τάγματος.
Στον αριστερό τομέα του Συγκροτήματος (2ο-3ο Τάγμα), τμήμα του Συγκροτήματος αιφνιδίασε τη Διμοιρία Προκάλυψης και κατέλαβε τη γέφυρα Μπίστριτσα, που καταστράφηκε αργότερα από τα πυρά του πυροβολικού. Τα τμήματα του Συγκροτήματος, αφού πέρασαν τον Μπίστριτσα ποταμό, κινήθηκαν προς τα νότια και το 2ο Τάγμα κατόρθωσε να καταλάβει το ύψωμα 354 (Χαλάσματα), και επιτέθηκε κατά των υψωμάτων Νέοι-Ανατ. Προφήτες. Παρά τις επίμονες προσπάθειες των Γερμανών, υπέστησαν σοβαρές απώλειες και τις εσπερινές ώρες μετέπεσαν σε κατάσταση άμυνας.
Έτσι, έληξε η πρώτη ημέρα της επίθεσης των Γερμανών εναντίον του Ρούπελ, με τρομακτικές απώλειες για τον εχθρό. Ενώ όμως οι μετωπικές επιθέσεις κατά του Συγκροτήματος Ρούπελ αποκρούσθηκαν, στο άκρο δεξιά το 2ο Τάγμα, μετά την κατάληψη του υψώματος 354 στις 06:30, επιχείρησε βαθιά διείσδυση μεταξύ των οχυρών Ρούπελ και Καρατάς και εκμεταλλευόμενο τις βαθιές χαραδρώσεις, κατόρθωσε μέχρι το απόγευμα να καταλάβει το χωριό Κλειδί και το υπερκείμενο ύψωμα Τσούκα.
Στα οχυρά Καρατάς και Κάλης, η εχθρική δράση περιορίστηκε σε βομβαρδισμό πυροβολικού και αεροπορίας. Η επίθεση του 100ού Τάγματος κατά του οχυρού Παλιουριώνες είχε την ίδια εξέλιξη, όπως και η επίθεση κατά του Ρούπελ, ενώ στα υπόλοιπα οχυρά Κερκίνης (Ιστίμπεη-Κελκαγιά-Αρπαλούκι), οι Γερμανοί κατόρθωσαν να επικαθήσουν σ΄ αυτά. Κατά τη 2η ημέρα (7 Απριλίου), συνεχίστηκε η επίθεση των Γερμανών κατά των οχυρών, ενώ παράλληλα η Γερμανική Διοίκηση έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο παράκαμψης των οχυρών από την κοιλάδα του Στρούμνιτσα ποταμού. Το βράδυ της 7ης Απριλίου, η 2η Τεθωρακισμένη Γερμανική Μεραρχία έφθασε στα ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα στην περιοχή της λίμνης Δοϊράνης. Κατά την 3η ημέρα (8 Απριλίου), παρά την σφοδρή επιθετική προσπάθεια σ΄ όλο το μέτωπο και ιδιαίτερα εναντίον των οχυρών Ρούπελ και Παλιουριώνες τα οχυρά έμειναν ανέπαφα. Οι απώλειες των Γερμανών ήταν τρομακτικές.
Κατά την 4η ημέρα (9 Απριλίου), οι βομβαρδισμοί και οι επιθέσεις επαναλήφθηκαν κυρίως εναντίον των οχυρών Ρούπελ και Παλιουριώνες. Στις 17:00, Γερμανοί κήρυκες, γνωρίζοντας ότι είχε υπογραφεί στη Θεσσαλονίκη η συνθηκολόγηση, ήρθαν στο Ρούπελ και ζήτησαν την παράδοση του οχυρού. Ο Διοικητής του Ταγματάρχης Γεώργιος Δουράτσος απάντησε, ότι «τα οχυρά δεν παραδίδονται, καταλαμβάνονται». Τελικά η παράδοση του Ρούπελ έγινε την επομένη 10 Απριλίου, στις 06:00, αφού ο διοικητής έλαβε διαταγή κατάπαυσης του πυρός.
Ο Γερμανός συνταγματάρχης, που παρέλαβε το οχυρό Ρούπελ, έδωσε συγχαρητήρια στο Διοικητή και εξέφρασε το θαυμασμό του για την αντίσταση και τον ηρωισμό των στρατιωτών. Οι απώλειες της φρουράς του οχυρού Ρούπελ ανήλθαν σε 44 νεκρούς και 152 τραυματίες.
Σ’ ένα συγκρότημα προκαλύψεως το 11.8 που καταλαμβάνουν οι Γερμανοί, ο ταγματάρχης τους ζητά να μάθει ποιός διοικεί και τι βαθμό έχει. Ο λοχίας Ίντζος παρουσιάζεται μπροστά του. Ο Γερμανός ταγματάρχης του δείχνει διακόσιους νεκρούς Γερμανούς στρατιώτες και του λέει: ”Λοχία τούτο το μακελειό είναι δικό σου έργο. Μου σκότωσες τους καλύτερους άνδρες μου, σε συγχαίρω» και του δίνει το χέρι. Στη συνέχεια διατάζει τον επιλοχία του να τον τουφεκίσει.
Την τρίτη ημέρα κι ενώ οι Γερμανοί πάλευαν να σπάσουν την Ελληνική άμυνα, ο Γιουγκοσλαβικός στρατός έσπασε στην Στρώμνιτσα αφήνοντας τα πλευρά του Ελληνικού στρατού ακάλυπτα.
Ο Γερμανικός στρατός μπαίνει από την Γιουγκοσλαβία στην Θεσσαλονίκη. Σαν κεραυνός μεταδίδεται η είδηση στα οχυρά: “Η Θεσσαλονίκη συνθηκολόγησε. Η μεραρχία διατάζει να σταματήσετετο πύρ”. Οι φαντάροι έμειναν με το στόμα ανοικτό. “Αδύνατον” ψυθυρίζουν. “Εμείς δεν παραδινόμαστε. Αρκάδι θα το κάνουμε το οχυρό”. Ένας νεαρός δάσκαλος κι ένα χωριατόπουλο αυτοκτονούν.
Το πρωϊ παρουσιάζονται οι Γερμανοί για να παραλάβουν τα οχυρά και τότε ξεκινά μια τελετή, που κανείς ποτέ δεν θα φανταζόταν. Ο ΝΙΚΗΤΗΣ ΤΙΜΑ ΤΟΝ ΝΙΚΗΜΕΝΟ!! Η Ελληνική σημαία εξακολουθεί να κυματίζει στο φρούριο, δεν την κατεβάζουν. Αφήνουν στους αξιωματικούς τα ξίφη τους. Παρατάσσουν τιμητικό άγημα στους πρόποδες κάποιου οχυρού και παρακαλούν τον Έλληνα φρούραρχο να το επιθεωρήσει. Μιλούν με θαυμασμό και απορία για την Ελληνική άμυνα, χαρακτηρίζοντάς την μεγαλειώδη. Καταλαβαίνουν, πως η παλληκαριά και η αυτοθυσία, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο σ’ αυτόν τον αγώνα. Ο στρατηγός Μπάϊμε λέει στον μέραρχο, πως λυπάται που ένας τέτοιος στρατός, σαν τον Ελληνικό ήταν αντίπαλος και όχι σύμμαχος του Άξονα. Ένας άλλος Γερμανός ταγματάρχης στο Καρατάς ζητά να γνωρίσει τον αξιωματικό που διεύθυνε με τόση ευθυβολία τα πυρά. Ο μέραρχος του παρουσιάζει έναν αμούστακο ανθυπολοχαγό. Ο ταγματάρχης δείχνοντάς του τους νεκρούς κι ακρωτηριασμένους Γερμανούς στρατιώτες του λέει : “Ανθυπολοχαγέ μου θανατώσατε 400 άνδρες σας συγχαίρω”.
Στο συγκρότημα “Μολών λαβέ” του Ρούπελ, οι Γερμανοί βρίσκουν γραμμένη με κιμωλία την εξής φράση: ” Στις Θερμοπύλες έπεσαν τριακόσιοι. Εδώ θα πέσουν οι ογδόντα”.
Άς στρέψουμε λοιπόν σήμερα ευλαβικά την μνήμη σ’ εκείνους τους ήρωες κι ας ορκισθούμε, αν χρειασθεί να τους ξεπεράσουμε.
Γράφει ο Σπύρος Σταματόπουλος - Σχης ( ΠΖ ) ε.α.

Ρούπελ 1941: "Τα οχυρά δεν παραδίδονται, αλλά καταλαμβάνονται"

70 χρόνια συμπληρώνονται αυτές τις μέρες από την εποποιία των οχυρών της Γραμμής Μεταξά. Από 6 ως 10 Απριλίου 1941, οι μαχητές του Ρούπελ και των υπόλοιπων οχυρών της Γραμμής Μεταξά αντιμετώπισαν με ηρωισμό την επίθεση της 12ης γερμανικής στρατιάς υπό τον στρατάρχη Λιστ, αντιτάσσοντας την ανδρεία τους στην αριθμητική και τεχνολογική υπεροχή του αντιπάλου.
Ως ελάχιστο φόρο τιμής δημοσιεύουμε εδώ, την εξιστόρηση της μάχης του οχυρού Ρούπελ, γιατί αυτό έχει μείνει χαραγμένο στη συλλογική μνήμη των Ελλήνων - χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι μάχες στα υπόλοιπα οχυρά ήταν λιγότερο ηρωικές.

Το οχυρό Ρούπελ ήταν το μεγαλύτερο από όλα τα οχυρά της "γραμμής Μεταξά", εκτεινόμενο σε μέτωπο 2.500μ. Περιελάμβανε 123 ενεργητικά σκέπαστρα, το ανάπτυγμα των υπόγειων χώρων ήταν 1.849 τ.μ., ενώ οι στοές συγκοινωνίας ανέρχονταν σε 4.251 μ. Η συνολική έκταση ήταν 6.100 μ. και το σύνολο της φρουράς ήταν 1.397 άνδρες. Το κόστος κατασκευής του ήταν 111.540.000 δρχ. Το οχυρό διέθετε:
  • Πέντε αντιαρματικά πυροβόλα των 37 χιλ. στο λόφο Ουσίτας, στα αντερείσματα Μολών Λαβέ και στο λόφο Εξόδου
  • Δύο ορειβατικά πυροβολεία 75/19 σε πυροβολεία πλαγιοφύλαξης
  • Τρία πεδινά των 75 χιλ. σε ρόλο αντιαρματικής άμυνας του οχυρού σε ημιμόνιμα πυροβολεία (μαζί με τα δυο ορειβατικά συγκροτούσαν τον ουλαμό πυροβολικού του οχυρού)
  • Τρία πεδινά πυροβόλα των 75 χιλ. σε αντίστοιχα αντιαρματικά περιπόλια επί της εθνικής οδού Κούλας – Σιδηροκάστρου
  • Ένα κινητό αντιαρματικό των 47 χιλ. από ιταλικά λάφυρα
  • Ένα αντιαεροπορικό των 20χιλ. στην Ουσίτα και ένα των 37 χιλ. στον Προφήτη Ηλία.
  • Ήταν ακόμα εξοπλισμένο με 85 πολυβόλα, 5 όλμους, 25 οπλοπολυβόλα και 53 βομβιδοβόλα.

Από γερμανικής πλευράς, στη στενωπό του Ρούπελ ενήργησε το ανεξάρτητο 125ο Σύνταγμα Πεζικού, που είχε πείρα σε πόλεμο εναντίον οχυρών από τις μάχες της Γραμμής Μαζινό στη Γαλλία, μαζί με το 1ο Τάγμα του 100ου Συντάγματος Ορεινών Κυνηγών, έχοντας αποστολή να διασπάσουν τη στενωπό και να καταλάβουν τη γέφυρα του Στρυμόνα στο νότιο άκρο της.
Το σχέδιο επίθεσης προέβλεπε προσβολή από τρεις πλευρές. Η μεσαία φάλαγγα, αποτελούμενη από το 1ο τάγμα του 125ου συντάγματος (Ι/125), θα διασπούσε την κυρίως στενωπό και θα εξασφάλιζε το ρήγμα καταλαμβάνοντας με επίθεση τις οχυρές θέσεις της δυτικής πλευράς του οχυρού Ρούπελ. Το τρίτο τάγμα του συντάγματος (ΙΙΙ/125) διατάχθηκε να επιτεθεί στην ανατολική πλευρά του οχυρού Ρούπελ, ενώ το δεύτερο τάγμα (ΙΙ/125) είχε αποστολή να προωθηθεί μεταξύ των οχυρών Ρούπελ και Καρατάς για να καταλάβει τη γέφυρα του Στρυμόνα και να αποκλείσει την έξοδο από τη στενωπό του Ρούπελ. Τέλος, από τη δεξιά όχθη του Στρυμόνα το 1ο Τάγμα Ορεινών Κυνηγών θα διενεργούσε επίθεση κατά του γειτονικού οχυρού Παλιουριώνες.

H γερμανική επίθεση εκδηλώθηκε στις 05.15 της 6ης Απριλίου 1941, με βολές πυροβολικού και μαζικές επιθέσεις αεροσκαφών κάθετης εφόρμησης Ju-87 (γνωστότερων ως Stukas). Για τον κανονισμό των βολών πυροβολικού είχε μεταφερθεί στα βόρεια του Στρυμόνα ένα δέσμιο στη γη αερόστατο.
Ταυτόχρονα εκδηλώθηκε γερμανική κίνηση με φουσκωτές βάρκες στον ποταμό, με σκοπό να διευκολυνθεί η επίθεση του Ι/125 τάγματος κατά μήκος του δρόμου. Σημειωτέον ότι η κίνηση αυτή έγινε από σκαπανείς του 125 Συντάγματος και όχι του συντάγματος Brandenburg, όπως λανθασμένα αναφέρουν κάποιες πηγές - το αρχικό γερμανικό σχέδιο πράγματι προέβλεπε συμμετοχή καταδρομέων του συντάγματος Brandenburg, αλλά αυτοί δεν είχαν φτάσει. Σε κάθε περίπτωση, η γερμανική κίνηση απέτυχε, καθώς οι βάρκες καθηλώθηκαν σε συρματόπλεγμα που είχε προβλεφθεί από ελληνικής πλευράς για ένα τέτοιο ενδεχόμενο και οι επιβάτες τους αποδεκατίστηκαν από τα συγκεντρωτικά πυρά των οχυρών.
Το Ι/125 γερμανικό τάγμα κινήθηκε ως την περιοχή του Προμαχώνα, όπου καθηλώθηκε από τα μαζικά ελληνικά πυρά, και ιδίως από τα εύστοχα πυρά του ελληνικού πυροβολικού. Η επίθεση του ΙΙΙ/125 τάγματος στο αριστερό του οχυρού απέτυχε επίσης. Σε όλη τη διάρκεια της 6ης Απριλίου, τα συγκεντρωτικά πυρά του Ρούπελ, αλλά και τα πλευρικά πυρά των οχυρών Παλιουριώνες και Καρατάς προκάλεσαν μεγάλες απώλειες στα τάγματα αυτά, αλλά και στα βαρέα όπλα του γερμανικού 125ου συντάγματος. Μόνον το ΙΙ/125 τάγμα μπόρεσε να εισχωρήσει ανάμεσα στο Ρούπελ και το Καρατάς και να βρεθεί το βράδυ στα νώτα του Ρούπελ, έχοντας όμως χάσει πάνω από τους μισούς άνδρες του.
Την αυγή του 7ης Απριλίου συγκροτήθηκαν τρεις περίπολοι του Ρούπελ με αποστολή την εκκαθάριση της περιοχής από τους εχθρούς και την αποκατάσταση της τηλεφωνικής επικοινωνίας. Αποτέλεσμα ήταν η σύλληψη 14 αιχμαλώτων με 3 συσκευές ασυρμάτου και 2 όλμους. Όλη τη μέρα οι γερμανικές επιθέσεις κατά του οχυρού αποκρούστηκαν, με βαριές απώλειες. Η ελληνική πλευρά είχε και εκείνη απώλειες, ιδίως την καταστροφή της 2ης πυροβολαρχίας, που εντοπίστηκε και βομβαρδίστηκε ανηλεώς από τα γερμανικά αεροσκάφη, με αποτέλεσμα το θάνατο του διοικητή της, λοχαγού Κυριακίδη. Όμως το ηθικό των Ελλήνων στρατιωτών παρέμενε υψηλό, σε βαθμό που υποδέχονταν τους βομβαρδισμούς με ζητωκραυγές. Μόνο το ΙΙ/125 γερμανικό τάγμα, που είχε απομείνει με περίπου 200 άνδρες, κατέλαβε το ύψωμα Γκολιάμα στα νώτα του οχυρού, ανατολικώς της εξόδου της στενωπού.
Στις 6:00 το πρωί της 8ης Απριλίου το οχυρό Ρούπελ δέχτηκε νέο σφοδρό βομβαρδισμό από την αεροπορία και το πυροβολικό, που συνεχίστηκε όλη την ημέρα. Όμως οι επιθέσεις των γερμανικών Στούκας, που έρχονταν σε κύματα 40 και 50 αεροσκαφών, δεν έκαμψαν το φρόνημα των Ελλήνων στρατιωτών. Όπως σχολίασε αργότερα Γερμανός αξιωματικός, ήταν η πρώτη φορά που οι γερμανοί αεροπόροι βομβάρδιζαν αντιπάλους που δεν τρέπονταν σε φυγή, αλλά αντίθετα άνοιγαν πυρ με τα τυφέκιά τους κατά των αεροσκαφών από τις θέσεις τους. Όταν, το μεσημέρι της 8ης Απριλίου, παρατάχθηκε το ΙΙΙ/125 τάγμα για νέα επίθεση, διαπιστώθηκε ότι το αμυντικό σύστημα του οχυρού λειτουργούσε ακόμα πλήρως. Επιπλέον, οι ελληνικές δυνάμεις αντεπιτέθηκαν κατά του ΙΙ/125 τάγματος στο ύψωμα Γκολιάμα, προξενώντας στους Γερμανούς τόσο βαριές απώλειες, ώστε η διοίκηση του τάγματος ανέφερε προς το Σύνταγμα ότι εφ' εξής ήταν μειωμένης μαχητικής ικανότητας.
Το απόγευμα οι Γερμανοί ζήτησαν εξάωρη εκεχειρία για περισυλλογή των νεκρών και τραυματιών τους.

Κατά την 9η Απριλίου οι γερμανικοί βομβαρδισμοί ήταν μειωμένοι, και στις 15.00 σταμάτησε κάθε εχθρική δραστηριότητα. Την 17:00` επιβατικό αυτοκίνητο που έφερε λευκή σημαία εμφανίσθηκε στην οδό Κούλας- Σιδηροκάστρου. Οι Γερμανοί επιβάτες κατέβηκαν, ύψωσαν λευκή σημαία, καλύφθηκαν και περίμεναν.
Ο Διοικητής του Οχυρού, ταγματάρχης Δουράτσος Γεώργιος, αποστέλλει τον Ανθυπολοχαγό Δαμιανό Ιωάννη με τρεις στρατιώτες στο σημείο συνάντησης για να πληροφορηθεί τι ζητούν αυτοί.
Ο Γερμανός απεσταλμένος ζητούσε την παράδοση του οχυρού διότι υπεγράφη ανακωχή και τα Γερμανικά στρατεύματα εισήλθαν στη Θεσσαλονίκη. Αφού ο Δαμιανός διεβίβασε τους όρους στον Διοικητή Δουράτσο Γεώργιο, αυτός τον διέταξε να επανέλθει προς συνάντηση με τον Γερμανό αξιωματικό και να του ανακοινώσει τα κατωτέρω:
Α) Ότι τα οχυρά παραδίδονται ΜΟΝΟΝ όταν κυριευθώσιν παρά του αντιπάλου.
Β) Ότι τοιούτων διαταγών περί ανακωχής κλπ. στερούμεθα παρά των ιεραρχικώς προϊσταμένων μας αρχών.
Γ) Ότι διαταγάς λαμβάνομεν και εκτελούμεν μόνον τας προερχομένας εκ των προϊσταμένων μας Αρχών.
Δ) Ότι ο αγών θα συνεχιστεί πάσα δε απόπειρα προσεγγίσεως του οχυρού θα συντριβεί.

Ο κήρυκας διαβεβαίωσε στην στρατιωτική του τιμή ότι δεν επρόκειτο για απάτη και όρισε συνάντηση για την 6:00 της επόμενης 10/4. Περί την 23:30` ώρα ελήφθη διαταγή πρώτα τηλεφωνικά και μετά εγγράφως για κατάπαυση του πυρός. Μετά την λήψη των διαταγών αυτών η διοίκηση των οχυρών αποφάσισε ομόφωνα την συνέχιση του αγώνα, καθώς και η αντίδραση των ανδρών του οχυρού ήταν ότι ο αγώνας έπρεπε να συνεχιστή. Κατόπιν νέας τηλεφωνικής επικοινωνίας όμως, διαπιστώθηκε ότι η περαιτέρω θυσία ήταν μάταια.
Την επομένη 10 Απριλίου 1941 έλαβε χώρα η παράδοση του οχυρού. Έξω από το οχυρό ήταν παραταγμένο γερμανικό τμήμα που απέδωσε τιμές. Ο εντεταλμένος για την παραλαβή του οχυρού Γερμανός συνταγματάρχης συνεχάρη τον διοικητή του, Ταγματάρχη Δουράτσο, διαβεβαιώνοντας τα συγχαρητήρια και το θαυμασμό των ανωτέρων του. Τόνισε μάλιστα ότι για τους Γερμανούς αποτελούσε τιμή και υπερηφάνεια ότι είχαν ως αντίπαλο έναν τόσον ηρωικό στρατό.
Έτσι έληξε η μάχη του Ρούπελ, που επάξια κατατάσσεται στην κατηγορία των απόρθητων οχυρών, καθώς δεν καταλήφθηκε από τον αντίπαλο αλλά συνθηκολόγησε λόγω εξωτερικών περιστάσεων και κατόπιν διαταγής. Το 125ο γερμανικό Σύνταγμα πλήρωσε τις μάταιες προσπάθειες κατάληψής του με 400 νεκρούς και τραυματίες, ενώ το 100 Σύνταγμα Ορεινών Κυνηγών που ενήργησε κατά του οχυρού Παλιουριώνες είχε 27 νεκρούς και 75 τραυματίες. Οι απώλειες της φρουράς του Ρούπελ ανήλθαν σε 44 νεκρούς και 152 τραυματίες.
Πολεμική σημαία του Ρούπελ μετά τη μάχη. Βρίσκεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

Άγνωστα γεγονότα από την «Γραμμή Μεταξά»:

Ο αφάνταστος ηρωισμός του Στρατού μας

Απρίλιος 1941. Η εν ψυχρώ εκτέλεση του έφεδρου λοχία Διοικητή οχυρού Δημήτριο Ίντζο, η οποία πραγματοποιήθηκε μπροστά στους άφωνους στρατιώτες. Ο Δημήτριος Ίντζος εθεωρείτο επισήμως αιχμάλωτος πολέμου προστατευόμενος από τη Συνθήκη περί αιχμαλώτων, Γενεύης, του 1929, που την είχε υπογράψει και αποδεχτεί και η Γερμανία. Ηταν το πρώτο στυγνό και απάνθρωπο έγκλημα των Γερμανών δημίων του Χίτλερ εναντίον της Ελλάδος που χτύπησε νικηφόρα πρώτη τον Άξονα στην Αλβανία.

Στις 15 Μαρτίου 1941 (λίγο πριν ξεσπάσει η Γερμανική επίθεση) είχε επισκεφθεί τα οχυρά ο Βρετανός αντιστράτηγος Χέϋγουντ, αρχηγός της Βρετανικής Αποστολής στην Ελλάδα. Όταν επέστρεψε στην Αθήνα, στις 19 Μαρτίου, ανέφερε τις εντυπώσεις του στον αρχιστράτηγο Μέσης Ανατολής, στρατηγό Ουέηβελ, και μεταξύ άλλων επεσήμανε ότι «...τα κενά ανάμεσα στις μόνιμες οχυρώσεις καλύπτονται από συρματοπλέγματα και οχυρώσεις εδάφους, εκεί όμως υπάρχει μικρός αριθμός ανδρών και δεν υπάρχουν καθόλου εφεδρείες... Μου έκανε εξαιρετική εντύπωση το υψηλό φρόνημα των αξιωματικών και ανδρών που συνάντησα στην περιοχή... Ο διοικητής του Ρούπελ μου δήλωσε ότι έχει τρόφιμα για έναν μήνα και θα μπορούσε να κρατήσει άλλο ένα δεκαπενθήμερο χωρίς τρόφιμα».

Ο πιλότος ενός από τα γερμανικά αεροπλάνα που καταρρίφθηκε, συνελήφθη αιχμάλωτος από ελληνική μονάδα, η οποία δρούσε εκτός των οχυρών. Γελώντας, έλεγε στους αξιωματικούς που τον ανέκριναν: «Τι έπαθα, δεν με έριξαν οι Πολωνοί και οι Γάλλοι με τα χιλιάδες αντιαεροπορικά τους και με έριξαν οι Έλληνες με τα μάνλιχέρ τους...»

Σε κάποια οχυρά, οι Γερμανοί κατάφεραν να εισχωρήσουν στο εσωτερικό τους. Εκεί, μέσα στους υπόγειους διαδρόμους και θαλάμους, διεξήχθησαν ιδιαίτερα σκληρές και αιματηρές συγκρούσεις, ακόμα και με τις ξιφολόγχες. Σε μια από αυτές, στο οχυρό Περιθώρι, μετά τη δεύτερη φορά που εκδιώχθηκαν οι εισβολείς, απέμειναν αιχμάλωτοι στα χέρια της φρουράς που αποτελούσαν 120 άνδρες, 300 Γερμανοί, γεγονός που κατέπληξε τον σωματάρχη του επιτιθέμενου 18ου Σώματος, στρατηγό Μπαίμε.
Την πρώτη νύχτα της μάχης (6 προς 7 Απριλίου), Έλληνες τραυματιοφορείς εξήλθαν από το οχυρό Παληουριώνες και περισυνέλεξαν τους Γερμανούς τραυματίες, ενώ διαρκούσαν ακόμα τα πυρά. Οι τραυματίες αυτοί έτυχαν περίθαλψης εντός του οχυρού.

Στο τέλος της μάχης οι περισσότεροι Έλληνες αξιωματικοί (όπως ο συνταγματάρχης Σαλβάνος) πείσθηκαν με δυσκολία να υπακούσουν, ενώ άλλοι προσπάθησαν να διαφύγουν και να συνεχίσουν αλλού τον αγώνα. Ωστόσο, δεν κατόρθωσαν πολλοί να διαφύγουν, γιατί δεν υπήρχαν τα κατάλληλα μέσα (αυτοκίνητα, πλοία). Μεταξύ πάντως αυτών που το κατόρθωσαν, ήταν ο διοικήτης της VII Μεραρχίας, υποστράτηγος Χρήστος Ζωιόπουλος, ο οποίος δήλωσε πως δεν επρόκειτο να ξαναπάει αιχμάλωτος στο Γκέρλιτς (εκεί όπου οι Γερμανοί είχαν μεταφέρει το ελληνικό Δ' Σώμα, κρατώντας το καθηλωμένο καθ' όλη τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου). Διέφυγε και πολέμησε στην Αλβανία, ως διοικητής της ομάδας μεραρχιών Μπόροβας.

Σε πολλές μάχες ο νικητής υιοθετεί ιπποτική στάση έναντι του ηττημένου. Σε αυτή την περίπτωση όμως, οι Γερμανοί από τα κατώτερα μέχρι τα ανώτερα κλιμάκια της στρατιωτικής ιεραρχίας, επιδεικνύοντας τον θαυμασμό τους για την ελληνική ανδρεία και ικανότητα, υπερέβησαν κάθε όριο. Συγκεκριμένα, ο διοικητής του 125 Συντάγματος, το οποίο δοκιμάστηκε πολύ στο Ρούπελ, ομολόγησε στον Έλληνα συνταγματάρχη Πλευράκη: «Δεν θρηνώ ως στρατιώτης, διότι η θυσία ήταν επιβεβλημένη, αλλά κλαίω ως άνθρωπος, διότι από το Σύνταγμά μου απέμειναν λίγοι άνδρες μόνο».

Ο επιτελάρχης του 30ού Σώματος παραδέχθηκε στον αντιστράτηγο Δέδε: «Πολεμήσατε θαυμάσια, το πυροβολικό σας ήταν υπέροχο, οι πλαγιοφυλάξεις αποτελεσματικότατες. Μόλις εκινείτο μια ομάδα μάχης, δεχόταν επιτυχώς βολή. Αν τα βλήματά σας δεν είχαν κατά τα 4/5 αφλογιστία (!), κανένα από τα συμμετέχοντα στον αγώνα τμήματά μας δεν θα σωζόταν από την κόλαση του πυρός».

Ο διοικητής του 18ου Ορεινού Σώματος ομολόγησε στον επιτελάρχη του Τμήματος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας (ΤΣΑΜ). «Είχαμε ακούσει να μιλούν για τη γενναιότητα και τον ηρωϊσμό του Ελληνικού Στρατού, αλλά δεν φανταζόμασταν τη γενναιότητα και τον ηρωϊσμό που επέδειξαν οι στρατιώτες σας. Πολεμήσατε θαυμάσια! Θαυμάσια! Και πάλι σας συγχαίρω εγκαρδίως».

Ο διοικητής της 72ης Μεραρχίας δήλωσε: «Πολέμησα την Πολωνία και τη Γαλλία, αλλά πουθενά δεν συνάντησα τόσο αποτελεσματική και φθοροποιό αντίσταση όσο στην Ελλάδα».

Κατά την παραλαβή του οχυρού Παληουριώνες (το πρωί της 10ης Απριλίου) παρατάχθηκε μπροστά από την είσοδό του ένα γερμανικό τάγμα. Ο Γερμανός συνταγματάρχης, ο οποίος είχε έλθει για να παραλάβει το οχυρό, προσφώνησε μέσω διερμηνέα τον Έλληνα διοικητή του οχυρού και συνεχάρη την απερχόμενη φρουρά. Μετά τον οδήγησε να επιθεωρήσει το παρατεταγμένο Γερμανικό τάγμα και, τέλος, διέταξε να ανυψωθεί η γερμανική σημαία επί του οχυρού μετά την πλήρη αναχώρηση της ελληνικής φρουράς του.

Ο ίδιος ο στρατάρχης φον Λιστ αναγνώρισε πως: «Οι Έλληνες υπερασπίστηκαν την πατρίδα τους γενναία» και συνέστησε στους Γερμανούς στρατιώτες «...να αντικρίσουν και να μεταχειριστούν τους Έλληνες αιχμαλώτους, όπως αξίζει σε γενναίους στρατιώτες».

Το οχυρό ΛΙΣΣΕ είναι το μόνο διατηρημένο και επισκέψιμο στην περιοχή του Κ. Νευροκοπίου, αφού τα υπόλοιπα καταστράφηκαν από τους Βούλγαρους την περίοδο της γερμανοβουλγαρικής κατοχής.
Είναι κατασκευασμένο σε βραχώδη λόφο ύψους 220 μέτρων.
Το ανάπτυγμα των υπόγειων καταφυγίων του ήταν 790 μ. και το μήκος των στοών του 960 μ., ενώ 300 σκαλοπάτια συνέδεαν το πολυώροφο οικοδόμημα.
Η φρουρά του οχυρού αποτελούταν από 469 άνδρες (12 αξιωματικούς και 457 στρατιώτες) και διέθετε

  • 10 απλά και 5 διπλά πολυβολεία,
  • 4 αντιαρματικά,
  • 2 ολμοβολεία,
  • 3 πυροβολεία,
  • 3 διπλά βομβιδοβολεία,
  • 8 παρατηρητήρια και
  • 9 εξόδους.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου